Τρίτη 31 Μαΐου 2011

Β' Αρρένων Αγρινίου 1976-1977


1976...
...και οι μαθητές της Γ΄ Τάξης Λυκείου του Β' Αρρένων Αγρινίου, μαζί με τον γυμναστή κ. Μπαρμπαρούση, μοιράζουν δώρα σε μαθητές ενός ορεινού χωριού.




11 Μαΐου 1976...
...και οι ίδιοι μαθητές σε εκδρομή τους στο Πήλιο.



Οι φωτογραφίες είναι από την σελίδα στο facebook, εδώ,  που άνοιξαν οι τελειόφοιτοι του 1976, μαθητές του Β' Αρρένων Αγρινίου.





Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

ΕΠΑΡΧΙΩΤΙΚΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ.



ΑΠΟ ΄ΝΑ ΓΡΑΜΜΑ ΜΙΑΣ ΚΥΡΙΑΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ*

 Δημήτριος (Μήτσος) Χατζόπουλος




Αγάπη μου,

Κι ύστερα θάχεις παράπονα, από μένα, δε σε θυμούμαι, και τέτοια. Νάμαι πάλι. Χτες φτάσαμε στη νέα μας θέση κι άρπαξα την πένα. Γυρεύεις τώρα, φίλη μου, τι λογής εντυπώσεις μου έκαμε ο καινούριος για μένα αυτός τόπος; Πολύ όμορφη. Δε ξέρω, αν είναι ο ηλιολουσμένος Μάρτης, που του δίνει τόση μπόλικη ομορφιά, αλλ' ένα ξέρω μονάχα, πως είμαι ξετρελαμένη. Ησυχία επαρχιώτικη, φως, ήλιος, χρώματα, αέρας. Και τι χαρά που έχουν όλα τριγύρω μας. Φαίνονται να χαίρουνται για τον ερχομό μου, φαίνονται πως στολίστηκαν για μένα.
Μπροστά στα μάτια μου τώρα, που σου γράφω, έχω μια χαριτωμένη αγροτική ζωγραφιά από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. 
Από την πλατεία κάτω με κοιτάζουν -με κοιτάζουν... όχι, η λέξη δε λέει τίποτε, με κατατρώγουν με τα μάτια, ήθελα να πω, ένα σωρό επαρχιώτες, καθισμένοι στ' αντικρινό καφενείο. Χώρια ο καφετζής που πάει να χάσει το μυαλό του, απ' την ξαφνική δουλειά που κάνει. Μου ρίχνει κάτι ματιές που η ευγνωμοσύνη του ξεπερνά τον έρωτα. Γιατί με συμπάθειο είναι κι αυτός ερωτευμένος μαζί μου. Χα... Χα... χα...! 
Το σπίτι μας είναι πολύ κεντρικό, το λούζει ο μαρτιάτικος ήλιος από το πρωί ως το βράδι, το ζώνουν ψηλά γυμνά δέντρα, που τώρα μόλις βλαστάνουν, και είναι μια χαρά στα μακριά γυμνά κλαδιά τους κρεμασμένα τα πρώτα φυλλαράκια, σαν διάφανοι κόμποι πράσινου ατμού.
Είναι κάποια γιορτή σήμερα κι η αγορά είναι γεμάτη από καπότα. Τι ωραία χρώματα, Θεέ μου, μ' αυτές τις καπότες. Λιάρες ανοιχτές-ανοιχτές, λιάρες ντιπ φλώρες, λιάρες σκουρότερες, λιάρες πιο σκούρες που ανατριχιάζεις να τις βλέπεις. 'Υστερα άνοστες, ξεκιτρινισμένες, σχεδόν κόκκινες, μα όχι κόκκινες, ένα είδος τρίχα από κόκκινο άλογο -κατάλαβες;- ύστερα μαύρες ανοιχτές, μαύρες σκουρότερες, και μαύρες τέλος φονσέ! Καπότα φονσέ! Χα... χα... χα...! Και τι είδος σχήματα ύστερα! 'Άλλες φαρδιές χοντροκομμένες, χοντροραμμένες, που πλέουν μέσα τους κάτι αγριοσώματα, και ξεβγαίνουν κάτι αγριοκεφάλια πλημμυρισμένα από μεγάλα πολυχρονίτικα μαλλιά και γένια, και κάτι σκουφίτσες μαύρες μαύρες και κεντημένες, και λυγδερές, που γυαλίζουν στον ήλιο σαν διαμάντια. Κι ακόμα καθώς είναι άλλες κοντές, κι άλλες κουρελιασμένες, κι άλλες κατακαίνουριες και ασπροκεντισμένες και καθώς είναι όλες μαλλιαρές και άγριες, και περίφημες, και έξοχες, είναι να διασκεδάζει μια χαρά την επαρχιώτικη τεμπελιά του κανένας. 
'Ελα τώρα, μην πάρεις το γούστο μου, σαν καμιάς φανταστικής ωραίας του μεσαίωνος που ξετρελαίνεται με κανένα λαϊκόν ιππότη, που να φορεί και καπότα ακόμα! 'Οχι... όχι... Αν έμαθα να διακρίνω τα χρώματα και τις φόρμες της καπότας εγώ που είμαι γνησία Ατθίς, τόφερε αυτό η κατάρα ή καλύτερα η πολιτική συναλλαγή που πολύ καλά την χτυπούν τώρα αυτοί οι ανεξάρτητοι, που πέταξε εδώ πέρα τον άντρα μου. 
Αλήθεια για τον καημένο τον Γιώργο δε σούπα τίποτες ακόμη. 'Εχει καλά στην υγειά του, δόξα σοι ο Θεός. Με βλέπει δυο φορές την ημέρα, το μεσημέρι και το βράδι, κι ύστερα γραφείο και γραφείο. Συνήθισε και αυτός μ' αυτή τη βρωμοζωή. 
Σημείωσε ότι έχω να τον φιλήσω τώρα εδώ και μια εβδομάδα. Και αυτή λέγεται ζωή νεονύμφων. 
Μα πώς κοιτάζει ο κόσμος εδώ πέρα, θεέ μου!... Δε ξαναείδαν γυναίκα στη ζωή τους; Μόρχεται να κοκκινήσω. 
Φαντάσου τώρα που σου γράφω, απάνω από εκατό ζευγάρια μάτια με κατατρώγουν. Και δε φτάνουν οι αρσενικοί, έχω και τους θηλυκούς. 
Τι χαριτωμένες γυναίκες οι επαρχιώτισσες!... Βιζαβί μου μπόλικες. Να αυτή η χοντρή και παχιά σαν βουτσί με τα δυο κορίτσια της, κάτι μυξιάρικα σιχαμένα, που θάταν όμορφα κορίτσια αν ήξεραν να ντυθούν και να μιλήσουν. Με κοιτάζουν χαζεύοντας μια ώρα τώρα κι όλο κάτι ψιθυρίζουν. 
Ιδιαίτερη εντύπωση θα τους κάνει το τελευταίο φουστάνι που μόστειλες, γιατί σήμερα το πρωτοφόρεσα και είναι μια σιχασιά. Τα συγχαρητήριά μου στη μοδίστρα σου και προ πάντων στο φριχτό γούστο σου. 
Παραπέρα να μια ψηλή λιγνή χήρα, μαυροντυμένη, άγρια κι άνοστη, μ' ένα αξάν προφοράς μαγευτικότατο.

-Μωρή Chουφία! φωνάζει την κόρη της. 
Και ορίστε η κόρη της. 'Ενα τσιμπλιάρικο, κατάχλωμο πράμα, που ανοίγει σαν πηγάδι το στόμα του και κοιτάζει κι αυτό. Τι σαρμάντ μαμζέλ! 'Ηθελα, μα την αλήθεια να ήξερα αυτή τη στιγμή τι είδος λειτουργία θα κάνει η μηχανή του μυαλού αυτού του παχύδερμου κοριτσιού. Και με τι χάρη θα βγάζει απ' το στοματάκι του, τις κουβέντες του. Χα... χα... χα! 
Αλλά σε καλό μου μ' αυτά τα γέλια. Μα είναι να μη γελάς, να μη λιγώνεσαι, να μη ξεψυχάς; Και απροπό, ξέρεις πώς έδωσε τον ορισμό του στομαχιού μια επαρχιώτισσα κυρία, πολύ καθώς πρέπει, χτες, πούρθε να μου κάνει βίζιτα; 'Ακου. το στομάχι, κυρία μου, είναι το πηδάλιος του σώματος! Σικ, θεέ μου!... 
Πού καιρός να σου αραδιάζω τέτοια χαριτωμένα πραγματάκια. Ο Δωδέ αυτός θα πελάγωνε σ' αυτή τη τυποπλημμύρα. 
Και οι άντρες τι σου λένε, θεέ μου. Δες τώρα. Με τι πόζα, με τι χάρη κάθουνται όλοι στις καρέκλες. 'Ολοι σχεδόν κρατούν στα χέρια τους απόνα κομβολόγι και τρικ, και τρακ και λιγώνουν τα ματάκια τους που με κοιτάζουν. Χα... χα... χα...! Δυο τρεις μάλιστα είναι και γκαντέ σήμερα. 'Ενας δικηγόρος κωμικότατος με γυαλάκια και μουστακάκια ποντικοφαγωμένα, ένας φαρμακοποιός, κοντός και μελαγχολικώτατος σα μουσίτσα, σαν κανένας ήρως των μυθιστορημάτων του Ντουμά περ, ένας φαφλατάς άεργος, που κουνά πάντα τόνα ποδαράκι του απάνω στ' άλλο, ένας ψηλός υπάλληλος, άλλος κοντός, τέτοιος άλλος μισότριβος, άλλος γεροντάκι. Και κάτι αξιωματικοί κοντορεβιθούληδες μη στάξει και μη βρέξει. Κι ένας ψηλός υπάλληλος της Τραπέζης που τραγουδεί διαρκώς μα τόσο περιπαθώς κι είναι τόσο έξυπνος, σπίρτο μονάχο από ευφυία. Και οι κοιλαράδες μπακάληδες, ξαπλωμένοι με την άσπρη ποδιά τους κι οι τσαρουχάδες μέσα από τα κρεμασμένα σαν κομβολόγι κόκκινα τσαρούχια των μαγαζιών τους, κι ένας καθαρότατος κουρεύς που παίζει σκάκι μ' έναν 'Αδωνιν δημοδιδάσκαλον, και οι φοιτηταί, μια εξαμηνιαία αξυράφιστοι, που παίζουν στον ήλιο το κιάμο τους κι ακούς άξαφνα κάτι αγριοφωνές!
- Τι να σ' κάμ' απ' δω!... Τι νάπαιζε; πούχες ούλες τις σιγουριές!...
Και κερδισμένοι, και χαμένοι, οι πρώτοι κατακόκκινοι, οι δεύτεροι κατακίτρινοι, σηκώνουν τα ματάκια τους κατ' απάνω μου, λιγώνονται και ξαναλιγώνονται. 
Παραπέρα ένα άλλο σωστό τρουπώ από φουστανελλοφόρους, πατατουκοφόρους, οι μισοί με τσαρούχια, τομαράδες, καπνέμποροι και ζωέμποροι και σιτηρέμποροι, γκαρσονάκια που να τα πίνεις στο ποτήρι, ροφούν τα ούζα τους και με κοιτάζουν με κάτι αγριοματιές, ενώ όλοι τους φαίνονται να ψιθυρίζουν με τα χοντρά χείλη τους!
- Κόμματος που είναι!...
Ουφ! βαρέθηκα, τι αηδία, καλέ... 
Θ' αφήσω το γράμμα μου για τ' απόγευμα, που κλείνει και το ταχυδρομείο.
Θεέ μου! Πώς ν' αρχίσω, πώς να σου τα πω. Φρίκη, φρίκη, φρίκη! Είδες πάφησα το γράμμα μου; Ε, μπήκα μια στιγμή στη σκάλα γιατί σούγραφα απ' την τραπεζαρία. 'Αξαφνα ακούω ένα μπαμ! μπουμ! κάτω στο καφενείο. Τρομάζω, με μισοπιάνουν τα νεύρα μου, πετιούμαι στο μπαλκόνι, τι να δω; 'Ενα σούσουρο, ένα κακό. Κόσμος, κόσμος, καπότες, σκουφίτσες, καπέλα, φέσια, μαλλιά κουβάρια. Κι όλοι με κοίταζαν εμένα, εμένα. Μα τι έκαμα, θεέ μου, τι έκαμα! Να! οι αστυφύλακες, οι αστυνόμοι. Κάνω καλά, τι να δω; Δυο θαυμασταί μου ξαπλωμένοι στις πλάκες έπλεαν στο αίμα τους. Φόνος, φόνος! Μόλις στεκόμουνα στα πόδια μου. Σύρθηκα μέσα στη σάλα κι έπεσα σ' ένα διβάνι. 
'Εφτασε κι ο Γιώργος, ανήσυχος, τρελός. Γιώργο μου, Γιώργο μου, να φύγουμε απ' αυτόν τον φονικότοπο, γρήγορα, γρήγορα. 
Τέλος πάντων ζητήσαμε τηλεγραφικώς τη μετάθεσή μας κι ελπίζομε να γίνει αύριο μεθαύριο, κι όπου φύγει, φύγει. Ελησμόνησα να σου πω πως σκοτώθηκαν, γιατί νόμισαν πως κοίταζα τον ένα περισσότερο απ' τον άλλο. Τι επαρχιώτικη αποχτήνωση, αγαπητή μου Ελένη...
Σε φιλώ γλυκά
Μαρί



* Από το βιβλίο "Ντόπιες ζωγραφιές", Αθήνα, τυπογραφείο Αναστάση Τρίμη, 1896, σσ. 52-57.






Σάββατο 28 Μαΐου 2011

Νοσοκομείο


12 Ιουνίου 1960.

Ο Υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας Ανδρέας Στράτος εγκαινιάζει το νέο κτίριο του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου Αγρινίου.














Σχετικές αναρτήσεις: ΠΑΛΙΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ



Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

Απουσία...παρουσία



-Έλα μανούλα μου, έλα να σε σηκώσω να δεις τις τριανταφυλλιές σου. Έχουν ανθίσει όλες, μια πανδαισία χρωμάτων και μυρουδιών. Το αγιόκλημα, οι τριανταφυλλιές και τα λουλούδια της λεμονιάς…νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε αρωματοπωλείο.
Πιάνω το ροζιασμένο χέρι και βάζω το χέρι μου πίσω στην αδύναμη πλάτη. Έχω την αίσθηση ότι θα σκορπίσει. Την ανασηκώνω και την καθίζω. Στην αγκαλιά μου μοιάζει με ένα μωρό, ένα πανάλαφρο μωρό που έχει δέσει τα χέρια του γύρω στο λαιμό μου.
Την καθίζω στην πολυθρόνα της στην αυλή και την σκεπάζω με την αγαπημένη της μπέρτα.
Πάνω στο τραπέζι ο καφές της, μέτριος προς τον γλυκό και δίπλα μια τούρτα.
        - Να ζήσεις μανούλα μου, χιλιόχρονη!!
Το βλέμμα της μου έκοψε το χαμόγελο. Κι αυτή η σιωπή της!
Γύρισε και κοίταξε τον κήπο της, άλλαξε η μορφή της.
……………………………………………………………..   
Σαν σήμερα, πριν 70 χρόνια, το 1942 ένα κοριτσάκι έβλεπε το πρώτο φως της μέρας σε ένα φτωχόσπιτο κάπου στο Αγρίνιο. Το πέμπτο κατά σειρά παιδί της οικογένειας. Μιας οικογένειας που και οι δύο γονείς δούλευαν στα χωράφια. Εκεί μεγάλωσαν κατ’ ουσία όλα τα παιδιά. Μέσα στα χωράφια από μωρά παιδιά, πάνω σε μια κουρελού, κάτω απ’ τον ίσκιο μιας μεγάλης μουριάς. Τα μεγαλύτερα πρόσεχαν τα μικρότερα.
Το κοριτσάκι μεγάλωσε, το δημοτικό έβγαλε μόνο και μετά στα χωράφια.
Στα 17 της, ένα βροχερό βράδυ του Φλεβάρη, άκουσε τον πατέρα να μιλάει με την μάνα της.
-Είναι καλός, έχει περιουσία, χωράφια, δικό του σπίτι…μεγάλωσε πια, πρέπει να κάνει το δικό της σπιτικό. Τον καφενέ δεν τον ξέρει. Την περνάει 15 χρόνια, εξάλλου ο άντρας πρέπει να είναι μεγαλύτερος.
Παντρεύτηκε δύο μήνες μετά.
Τον λάτρεψε τον άντρα της, στα μάτια την κοίταγε, πάντα την είχε κορόνα στο κεφάλι του. Δεν της έλειψε ποτέ τίποτε. Και πάντα με τον γλυκό τον λόγο. Δεν θυμάται να την στεναχώρησε ποτέ!! Έπιανε το χέρι της και αυτή ένοιωθε μια σιγουριά, μα μια σιγουριά!!
Και πάντα μαζί, μαζί στα πάντα. Λεπτό δεν έλειπε από κοντά της. Την έμαθε να διαβάζει μαζί του λογοτεχνία…διάβαζε πολύ ο καλός της. Γεμάτα τα ράφια με βιβλία. 
Στην πρώτη της γέννα δυσκολεύτηκε πολύ, παραλίγο να χάσει το παιδί.
Στη δεύτερη παραλίγο να χαθεί κι αυτή. Ο γιατρός ήταν κάθετος! Όχι άλλη γέννα.
Τα παιδιά της όλος της ο κόσμος.
Τα έβλεπε να μεγαλώνουν, να πηγαίνουν σχολείο, να σπουδάζουν, να ερωτεύονται, να σπουδάζουν, να κάνουν παιδιά και η καρδιά της φούσκωνε από περηφάνεια. Μεγάλωσε τα εγγόνια της με μεγαλύτερη στοργή κι αγάπη από τα παιδιά της.
…………………………………………………………


Τα αδύναμα χέρια της κρατούν το φλυτζανάκι του καφέ και το βλέμμα της πέφτει στην κληματαριά.
Η φωνή της ίσα που ακούγεται.
-Αυτό το κλήμα το φύτεψε ο αγαπημένος μου. Το περιποιούνταν σαν μικρό παιδί….
Θέλει κορφολόγημα να δέσουν τα σταφύλια.
Και τις τριανταφυλλιές να τις προσέχεις μην πιάσουν μελίγκρα. Το Φθινόπωρο θα τις κλαδέψεις, ένα μάτι πάνω απ’ το σταύρωμα.
Πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό την ακούω να μιλάει χωρίς να αναστενάζει.
Την ένοιωσα να μαζεύεται σαν να κρυώνει.
-Κρυώνεις; Θες να πάμε μέσα;
-Όχι. Θέλω να σου δώσω κάτι…. Πήγαινε στον κομό, πίσω από τα σεντόνια θα βρεις ένα κουτί. Φέρτο έξω.
………………………………………………………..
Όταν αρρώστησε ο καλός της, έχασε τη γη κάτω απ’ τα πόδια της. Έλιωνε μέρα τη μέρα. Τα βράδια καθόταν και του διάβαζε και όταν τον έπαιρνε ο ύπνος, τα δάκρυα δεν είχαν σταματημό. Πως θα πορευόταν από δω και πέρα; Με ποιόν θα έπινε τον καφέ της; Ποιόν θα φιλούσε κάθε πρωί; Σε ποιανού την αγκαλιά θα χουχουλιαζόταν τα βράδια; Ποιος θα την αγκάλιαζε κάθε φορά που θα παραπονιόταν για κάτι; Πως...ποιος…με ποιόν… γιατί Θεέ μου; Γιατί δεν έπαιρνε αυτή πρώτη;
Ξεψύχησε στα χέρια της.
-Να είσαι δυνατή καρδιά μου… να προσέχεις… να κλειδώνεις τα βράδια… να έχεις πάντα ένα φως αναμμένο.
Τα υπόλοιπα δεν τα θυμάται. Το σώμα της μπορεί να ήταν εκεί αλλά αυτή έλειπε. Προσπαθούσε να τον βρει, να τον ακολουθήσει αλλά προς τα πού είχε πάει; Δεν τον πρόλαβε.
Η απουσία του στα πάντα, την έκανε να καταρρεύσει. Και η παρουσία του στα πάντα την πονούσε, την πονούσε πολύ.
…………………………………………………………..
Έπιασε το κουτί στα χέρια της, το άνοιξε κι έβγαλε από μέσα ένα πάκο φωτογραφίες και δύο καφέ δερματόδετα βιβλία.
-Εδώ μέσα είναι γραμμένη όλη μας η ζωή, η δική μου και του καλού μου και η δική σας. 
Έχω να γράψω από τότε. 
Εγώ θα πάω να τον βρω. Δεν μπορώ άλλο μόνη μου. Κι αυτός μόνος του δεν θα μπορεί. Λείπει πολύ ο ένας στον άλλον. 
Θα είναι η πρώτη φορά στη ζωή μας που θα κάνουμε αυτό που θέλουμε και όχι αυτό που πρέπει. 
Κι αυτές οι φωτογραφίες είναι οι πιο ευτυχισμένες μας στιγμές. 
Πήγαινέ με τώρα μια βόλτα στον κήπο.
…………………………………………………………..
Σήμερα το σπίτι γέμισε κόσμο. Θλιμμένα πρόσωπα, αμίλητα.
 Εγώ όμως ήξερα!! Έκανε αυτό που ήθελε.
Στο καλό μανούλα μου, να μου φιλήσεις τον καλό σου!!

ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ





Πέμπτη 26 Μαΐου 2011

Παιδικά Μυθικά




 Ένα κείμενο του Αγρινιώτη ζωγράφου Χρήστου Μποκόρου.







Στο Aγρίνιο γεννήθηκα. Kι εκεί μεγάλωσα. 
Θυμάμαι τον εαυτό μου πάντα με ανθρώπους, μέσα σε σπίτια ή έξω στην ύπαιθρο.
Θυμάμαι το χαμόγελό τους και ένα βάρος που πολύ αργότερα συνειδητοποίησα ότι ήταν συσσωρευμένος κόπος και δυσκολίες Έμπα ψυχή, έβγα ψυχή. 
H πόλη κι ο κόσμος άλλαζαν γρήγορα.
Ντόπιοι, ορφανά τσελιγκάδων και κτηματιών τα αδέλφια του πατέρα μου, που όντας αριστεροί είχαν πια χάσει τα πολλά σε θανάτους, εξορίες και κατατρεγμούς μετά τον εμφύλιο. 
Πρόσφυγες από το Hisarlik, την αρχαία Tροία, καπνεργάτες το σόι της μητέρας μου.
Μεγάλωνα με μια μικρότερη αδερφή. Ο παππούς κι η γιαγιά, πολύτεκνοι στον συνοικισμό των προσφύγων, μας έλεγαν ιστορίες της Aνατολής απ’ τη Mικρασία. O πατέρας μου, ο Θωμάς Μποκόρος, αντί για παραμύθια, μου απάγγειλε Όμηρο από στήθους. Με ταξίδευε στη μυθολογία και την ιστορία της σκέψης και του πολιτισμού των ανθρώπων. 
Nα πάμε μπροστά και να μην ξεχνάμε “πούθε κρατάμε” έλεγε. Με ξεκούμπωτο το πουκάμισο των ατάκτων της πληγωμένης αριστεράς, μου αποκάλυπτε κρυμμένον κι εγκαταλελειμένο, ξέφωτο βαθιάς ιστορίας τον τόπο μας, όταν με οδηγούσε ακούραστος παντού όπου μπορούσε να αναστήσει ένα βαθύτερο νόημα στην αγάπη των ανθρώπων για τον τόπο τους .
O αδελφός του, δάσκαλος κι αυτός κι η γυναίκα του, με μάθανε γράμματα, μού ‘δειχνε να ζωγραφίζω, με σπούδασε στη Nομική. “Διάβασμα” ήταν η πρώτη του κουβέντα με το που με έβλεπε.
Η μητέρα μου ήθελε να δουλεύω σκληρά και να επιμένω για το ανέφικτο. 
“Δεν υπάρχει δεν μπορώ, δεν θέλω μόνο”, 
έλεγε, μπας και σπρώξουμε λίγο με την επιθυμία τα όρια που ήταν πάντα στενά και στριμόχωρα.
Kαθένας με τον τρόπο του, πίστευαν ότι το ζητούμενο είναι η αρετή, όχι το κέρδος.
Τα καλοκαίρια καλλιεργούσαμε τα κτήματα.
Όταν ήμουνα μόνος ονειρευόμουνα. 
Πριν καλά καλά ξεκινήσω και σπουδές ζωγραφικής, άρχισαν να φεύγουν όλοι, εκτός απ’ τη μητέρα μου. Έμεινε ζωντανό το πρότυπο της επιμονής και η μνήμη της αναζήτησης της αρετής.Σε τέτοιο κλίμα είναι ενταγμένες οι εικόνες που αναγνωρίζω σαν παιδικές.

Χρήστος Μποκόρος -"Αμυγδαλιά" 2007

Από 18 χρόνων που εγκατέλειψα το Aγρίνιο, όλα αυτά απομακρύνονται σαν μυθικό παρελθόν.
Οι ανθισμένες χλωρασιές στα χωράφια, το αρμάθιασμα του καπνού κάτω απ’ τα δέντρα, τα νερά, τα πηγάδια, το ρέμα, το πέτρινο σπίτι στην πόλη, το μαντεμένιο μπαλκόνι, ο δρόμος, η πίσω αυλή. Ασπρόρουχα απλωμένα, καθαρά, ζεστά σιδερωμένα το Σάββατο. Όλοι μαζί στο τραπέζι. Μαγειρέματα και γλυκά στην κουζίνα. Φρέσκο ψωμί να μοσχοβολάει και καμμένα χαμόκλαδα να καπνίζουν.
Ύστερα όλα έμοιαζαν έτοιμα πολύν καιρό πρίν, από παιδί τα κουβαλάω.
Νύχτα, θυμάμαι, φεύγαμε πρίν ξημερώσει, πεζοί, απ’ την οδό Μεγάλης Χώρας για το Ψηλογέφυρο. Χωματόδρομος. 
 Ηλεκτρισμός δεν έφτανε στα καπνοχώραφα. 
 Δέντρα ύψωναν τεράστιες κι απροσδιόριστες τις σκοτεινές σκιές τους στον ξάστερο καλοκαιρινό ουρανό τριγυρισμένα νυχτερινούς ήχους, θροίσματα πουλιών ή μικρών ζώων στις φυλλωσιές και στά χορτάρια. Βατράχια και καλαμιές έτριζαν στο ρέμμα. Τριζόνια, κουκουβάγιες, νυχτερίδες, γκιώνηδες κι άλλα αδιάγνωστα ανάμεσα στα βήματα και στα σκοντάματά μας. Σκυλιά που αγριεύονταν και μακρινά κοκόρια. Κάποιες φορές μας έκλειναν το δρόμο αργοκίνητα γαιδούρια ή μουλάρια αμολυτά που έσερναν τα σκοινιά τους βοσκώντας στο σκοτάδι.
Στα παρακείμενα χωράφια, πίσω από καπνόπανα κι ασβεστωμένους τοίχους χάνονταν και θεριεύαν σκιές από λάμπες θυέλλης, ήρωες μυθικοί. Σούρσιμο ποδιών και ψεκαστήρες χάλκινοι να απλώνουν σύννεφα δροσιάς στα ξεραμένα φύλλα που κροτάλιζαν στο γύρισμα ή το βαντάκιασμα στις λιάστρες.
Οι μοσχοβολιές του κάμπου ανάσταιναν τα νυσταγμένα κορμιά.
Αρετή τους η εργασία κι η ευθύνη.

Χ. Μποκόρος - "Χρώματα Ολόφωτα" 2005

Στα μισά της διαδρομής, πρίν διασχίσουμε την εθνική άσφαλτο, δεξιά μας, ένα ασβεστωμένο ‘κόνισμα ανάμεσα σε φραγγοσυκιές και καλάμια. Ανάβαμε καμμιά φορά το σβησμένο καντήλι. Άστραφτε η αψάδα του σπίρτου στο σκοτάδι κι ύστερα γλύστραγε μαλακά στο λάδι η φλόγα κι έμενε ένα φέγγος γλυκό στο πουθενά της νύχτας. 

Η ιστοσελίδα του Χρήστου Μποκόρου:  http://www.bokoros.com/home-gr.html

Σχετικές αναρτήσεις:  ΨΗΛΟΓΕΦΥΡΟ,  ΜΕΓΑΛΗΣ ΧΩΡΑΣ 15 , ΑΓΡΙΝΙΟ



Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

Αεροφωτογραφία 1940



Άλλη μία αεροφωτογραφία, της δεκαετίας του '40 αυτή τη φορά, από το φωτογραφικό αρχείο του Ξυθάλη.
Συμπεριλαμβάνει όλη την πόλη του Αγρινίου και τον προσφυγικό συνοικισμό του Αγίου Κωνσταντίνου.
Το εκπληκτικό σ'αυτή την αεροφωτογραφία είναι η απεικόνιση όλης της πόλης καθώς και του σιδηροδρομικού σταθμού και της αμαξοστοιχίας, που ο φακός του φωτογράφου συνέλαβε την ώρα που κινούνταν πάνω στις ράγες.

 
1. Δημοτικά σφαγεία
2. Σιδηροδρομικός σταθμός
3. Καπναποθήκες Παπαπέτρου
4. Καπναποθήκες Ηλιού
5. Πλατεία Χατζοπούλου
6. Ναός Αγίου Γεωργίου
7. Καπναποθήκες Παπαστράτου
8. Ναός Αγίας Τριάδας
9. Τρίτο Δημοτικό σχολείο
10. Καπναποθήκες Παναγοπούλου
11. Τέταρτο Δημοτικό σχολείο
12. Καπναποθήκες Καμποσιώρα
13. Συντριβάνι (Πλατεία Παναγοπούλου)
14. Πλατεία Στράτου (Ειρήνης)
15. Ναός Ζωοδόχου Πηγής
16. Παπαστράτεια Εκπαιδευτήρια
17. Ναός Μεταμορφώσεως της Σωτήρος (Πάρκο)
18. Προσφυγικός Συνοικισμός Αγίου Κωνσταντίνου
19. Ναός Αγίου Χριστοφόρου



Τρίτη 24 Μαΐου 2011

Τύπος Αγρινίου (2)



Εφημερίδες που κυκλοφορούσαν.... κάποτε στο Αγρίνιο. 

Δυτική Ελλάς
Ανεξάρτητη Πρωινή Εφημερίς του Αγρινίου
Φύλλο Δευτέρας 12ης Δεκεμβρίου 1945



==========================

Φωνή Του Λαού
Όργανο του ΕΑΜ Δυτικής Στερεάς
Φύλλο του Οκτωβρίου του 1944
Τιμή φύλλου Δρχ 1.000.000





=========================


Η Νέα Φωνή του Λαού
Όργανο του Πολιτικού Συνασπισμού των κομμάτων ΕΑΜ Αιτωλοακαρνανίας



==========================

Νέα Εποχή
Εβδομαδιαία Εφημερίς Πολιτική και των Ειδήσεων
Φύλλο Δευτέρας 12ης Μαΐου 1952
Διευθυντής Πάνος Βλασσόπουλος



===========================

Δυτική Στερεά
Ειδησεογραφική Εβδομαδιαία Έκδοσις Αιτολοακαρνάνων και Ευρυτάνων

Φύλλο Κυριακής 28ης Αυγούστου 1960
Διευθυντής Γρηγόρης Σταυρόπουλος.



Αξιοσημείωτη είναι η απαίτηση της συγκεκριμένης εφημερίδας που αναγράφεται πάνω αριστερά στο φύλλο:
 
"Να κατασκευασθή νέα συγχρονισμένη γέφυρα εις Άγιον Κωνσταντίνον"
            "Να επαναλειτουργήση ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αγρινίου"


Πηγή: www.elia.org.gr
===========================
===========================


Τύπος Αγρινίου (1)


Εφημερίδες που κυκλοφορούσαν.... κάποτε στο Αγρίνιο.
                                                                               
                   
"ΤΟ ΦΩΣ  του Αγρινίου" 
Φύλλο Κυριακής 11 Μαρτίου 1926
Εφημερίς Πολιτική, φιλολογική και των ειδήσεων





Διευθυντές : Μιλτ. Τζάνης
                     Δήμος Κουζέλης

 Στο κάτω μέρος της σελίδας, φωτογραφία από τα εγκαίνια του ηλεκτροφωτισμού.
Στην εφημερίδα, όπως αναφέρεται, αρθρογραφούσε και ο πολιτευτής Ξηρομέρου Νικόλαος Μαγγίνας.                                       

========================

 "ΛΑΪΚΗ ΦΩΝΗ Αιτωλοακαρνανίας"
  Φύλλο Κυριακής 6 Απριλίου 1930
  Δισεβδομαδιαία Πολιτική, φιλολογική, ειδήσεων
 Τιμή φύλλου Δρχ 1





Διευθυντής : Γεώργιος Κουτσονίκας

========================

"ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΚΟΣ  ΤΥΠΟΣ"
  Φύλλο Κυριακής 2 Μαΐου 1937
  Εβδομαδιαία Εφημερίς Αιτωλοακαρνανικών Συμφερόντων εν Αγρινίω 
  Τιμή φύλλου Δρχ 1






Πηγή: www.elia.org.gr



Κυριακή 22 Μαΐου 2011

Πάρτιτς σβάρνα!!! (μέρες ποδοσφαίρου…)




Ο Παναιτωλικός

Η πρώτη φορά που πήγα στο γήπεδο ήταν με τον πατέρα μου στο γήπεδο του Παναιτωλικού. 
Στα τέλη της 10ετίας του ’70 ο Παναιτωλικός είχε πολύ καλή ομάδα και μετά από ένα φεγγάρι που έκανε στην Α’ Εθνική, τότε έπαιζε στην Β’. 
Δεν θυμάμαι ποιος ήταν ο πρώτος αγώνας που πήγα. Αυτό που θυμάμαι είναι το πόσο τεράστια μου μοιάζαν όλα… οι κερκίδες, το γήπεδο, οι ποδοσφαιριστές. 
Πριν μπούμε στο γήπεδο παίρναμε με ένα τάλιρο, ένα δεκάρικο τα κλασσικά “μαξιλαράκια” τα οποία ήταν τετράγωνα φελιζόλ που βάζαμε για να καθόμαστε στο τσιμέντο των κερκίδων. Λίγο πριν το τέλος του αγώνα όταν σηκωνόταν όλοι όρθιοι γέμιζε ο ουρανός με μαξιλαράκια μιας και τα πέταγαν με δύναμη στον αέρα….
Το κλασσικό αναψυκτικό του γηπέδου ήταν το “λεμόνι – πορτοκάλι παιδιά”. Λεμονάδα ή πορτοκαλάδα δηλαδή κάκιστης ποιότητας σε ένα πλαστικό μπουκάλι σε σχήμα σφαίρας! Αν και στο πάνω μέρος υπήρχε καπάκι, όλοι – δεν ξέρω γιατί – δάγκωναν το πλαστικό σε κάποιο σημείο της βάσης κάνοντας μια μικρή τρύπα, απ’ όπου όταν πίεζες, έβγαινε η πορτοκαλάδα! 
Εγώ βέβαια μικρός συνδύασα το περίεργο σχήμα του μπουκαλιού με την αναγκαιότητα να το πετάξεις μέσα στο γήπεδο(!), μιας και αυτά τα μπουκάλια, γεμάτα ή άδεια, χρησίμευαν για την άμεση εκδήλωση της… αγανάκτησης, αφού μπορούσες να τα πετάξεις στον επόπτη που ήταν κοντά, ή στον πάγκο της αντίπαλης ομάδας.
Το γήπεδο βέβαια ήταν χωμάτινο, και πριν τον αγώνα η καταβρεχτήρα (ένα υδροφόρο) του Δήμου έκοβε βόλτες ρίχνοντας νερό για να μην έχει πολύ σκόνη. 
Μετά ήταν η σειρά του Εουσέμπιο… Ο Εουσέμπιο, ο οποίος ήταν γύφτος και τον έλεγαν έτσι εις ανάμνηση του νέγρου πορτογάλου παιχταρά, έπαιρνε μια ποτίστρα γεμάτη ασβέστη και άρχιζε να τρέχει φτιάχνοντας τις γραμμές του γηπέδου. Και είχε φοβερή ευθυγράμμιση ο μπαγάσας! Η γραμμή του δεν έχανε ούτε χιλιοστό. Φοβερός γεωμέτρης ο Εουσέμπιο… 


Πηγαίνοντας για προπόνηση.

Αργότερα, όταν άρχιζα να πηγαίνω μόνος μου στο γήπεδο και λεφτά για εισιτήριο δεν υπήρχαν πάντα, στέκι έγινε η ταράτσα του φίλου μας του Ράκια (Ράκιας από το Θόδωρος – Θοδωράκιας), το σπίτι του οποίου ήταν ακριβώς δίπλα στο γήπεδο – δίπλα στην μεγάλη κερκίδα μάλιστα. Από εκεί έβλεπες όλο το γήπεδο, εκτός από το ένα τέρμα! Είχε όμως φοβερή ακουστική και άκουγες τα πάντα… 
Και στο γήπεδο από τον απλό κόσμο ακούς τις πιο φοβερές ατάκες, που ούτε οι καλύτεροι σεναριογράφοι δεν μπορούν καν να φανταστούν. 
Δεν θα ξεχάσω ποτέ το “Κύριε επόπτα, έχει τρίχες ο κώλος σας να καψαλίσουμε μια ρέγκα;” ή το “Ρε ου πούιστς! Πδάει λες κι κνύγαε μαϊμάκια σν’ Αλαμπάμα!” (μετάφραση: “Ρε τον πούστη! Πηδάει λες και κυνηγούσε μαϊμουδάκια στην Αλαμπάμα!”), το “διαιτητή σου γαμώ τον άντρα!”, ή τα κλασσικά “πάρτιτς σβάρνα!” (μετάφραση:”Πάρτε τους σβάρνα”), “μι του μπούτσο ρε!” και “πριτσαλίστι τς!” (δεν μεταφράζεται!), τα οποία ακούγονταν όταν η ομάδα έκανε κατεβασιά και χρειάζονταν ενθάρρυνση, και φυσικά το “Κριάρ”, το “Κουντουκρίαρου”, το “Τζαρτζάπ’” και το “Μπλαρ” που έπεφταν όταν ένας παίχτης έκανε λάθος.
Βέβαια δεν έλειπε και το ξύλο, χωρίς άσχημες συνέπειες τις περισσότερες φορές, ενώ θυμάμαι τους παλιότερους να λένε για τον διαιτητή Ράμο που κάποιος του δάγκωσε το αυτί και το έκοψε! Αυτό έγινε το 1976 στον αγώνα του Παναιτωλικού με τον ΠΑΟΚ. Για τον Παναιτωλικό παίζονταν η κατηγορία, ενώ για τον ΠΑΟΚ η έξοδος στην Ευρώπη. Ο Ράμος έδωσε πέναλτι υπέρ του ΠΑΟΚ με συνέπεια την απώλεια του αυτιού του. 
Κλασσικές εικόνες από το γήπεδο, ο κοιλαράς μπάτσος, κρατώντας το καπέλο στο κεφάλι με το ένα χέρι, να τρέχει να προστατέψει(!) τον διαιτητή στο τέλος του αγώνα, και ο γιατρός του Παναιτωλικού ο οποίος, όποτε χτυπούσε ένας παίχτης, έμπαινε τρέχοντας στο γήπεδο μόνο με ένα βρεγμένο σφουγγάρι! Ρε πόδι να είχε σπάσει ο άλλος, αίματα να είχε, αυτός εκεί… με το σφουγγάρι του! 
Αν και πλάκα-πλάκα ποτέ δεν ακούστηκε κανένας σοβαρός τραυματισμός. Το θαυματουργό σφουγγάρι!
Στο γήπεδο έβλεπες ήρεμους ανθρώπους, που τους ήξερες, να αλλάζουν, να γίνονται θεριά ανήμερα! Χαρακτηριστικό είναι το εξής: Μικρός πήγαινα και κουρευόμουνα σε έναν μπαρμπέρη κοντά στο σπίτι μου στην οδό Τσαλδάρη. Άνθρωπος του Θεού, πράος, ήρεμος, πάντα με το χαμόγελο. Ε, λοιπόν, αυτόν τον άνθρωπο τον είδα στο γήπεδο να… δαγκώνει ένα κάγκελο! Από τότε βέβαια δεν ξαναπήγα για κούρεμα εκεί…

Οι πρώτες κλωτσιές στο στενό

Απέναντι ακριβώς από το σπίτι μου στο Αγρίνιο, κάθετα στην οδό Δαγκλή, ξεκινούσε μια μικρή πάροδος, η οδός Λιακατά, ή το στενό όπως το έλεγαν όλοι στην γειτονιά. Το στενό λοιπόν δεν είχε πλάτος πάνω από 5-6 μέτρα και ήταν στρωμένο με τσιμέντο. Το μήκος του ήταν – δεν ήταν 100, 150 μέτρα και δεξιά κι αριστερά υπήρχαν μικρά χαμηλά σπιτάκια (τα περισσότερα από αυτά σήμερα έχουν γίνει πολυκατοικίες). 
Από το http://fotostigmes.pblogs.gr/

Στην αρχή του στενού και ακριβώς απέναντι από το σπίτι μου, υπήρχε ένα παλιό διώροφο, ακατοίκητο στον πάνω όροφο, το οποίο στο ισόγειο φιλοξενούσε το “Εργαστήριον Ιωάννη Ρουμέλη – Λούστρα, Ντούκο, Πατίνες, Σαλόνια, Τραπεζαρίες, Κρεβατοκάμαρες”. Ακριβώς δίπλα ήταν το σπίτι της κυρά-Κούλας, η οποία ήταν μεγάλης ηλικίας και έμενε μόνη της και απέναντι έμενε η κυρά-Ερμιόνη με τον αδερφό της τον κυρ-Γιάννη και τον σκύλο τους τον Τζακάκια (Τζακάκιας εκ του Τζακ). 
Μετά υπήρχε ένα ερειπωμένο ακατοίκητο και απέναντι από αυτό ένα μεγάλο οικόπεδο όπου αποθήκευαν διάφορα γεωργικά μηχανήματα. 
Αυτό το κομμάτι του στενού ήταν το ποδοσφαιρικό γήπεδο της γειτονιάς και εκεί έχω περάσει ατέλειωτες ώρες, κλοτσώντας την μπάλα, κυνηγώντας την σκαρφαλώνοντας σε μάντρες και φράχτες. 
Από κει και πέρα το στενό γίνονταν ανηφορικό και δεν προσφέρονταν για ποδόσφαιρο. Δεξιά υπήρχε το πίσω μέρος της κλινικής του Δανέλη και αριστερά ένα παλιό εγκαταλειμμένο σπίτι με ψηλούς μαντρότοιχους για το οποίο ακούγονταν διάφορες φήμες για τους Γερμανούς στην κατοχή, για θησαυρούς κλπ…
Όλα τα παιδιά της γειτονιάς μαζευόμασταν στο στενό και παίζαμε ποδόσφαιρο και τα πόδια μας γέμιζαν πληγές από το τσιμέντο το οποίο, έτσι και έπεφτες κάτω, σε έσκιζε σαν μαχαίρι. 
Στο δικό μου πόδι επιπλέον υπάρχει ένα σκίσιμο καμιά δεκαπενταριά πόντους από ένα τενεκέ-γλάστρα της κυρα-Κούλας. Για το συγκεκριμένο σκίσιμο μάλιστα, ακόμα θυμάμαι το ξύλο που έφαγα από την μάνα μου η οποία -ως γνωστόν- ακολουθούσε τις πιο σύγχρονες παιδαγωγικές μεθόδους. Δεν έφτανε ο πόνος από το χτύπημα, είχε και ξύλο από πάνω! 
Ηρωικοί ήταν και οι τσακωμοί με τους γείτονες, κυρίως με την κυρά-Κούλα που φοβόταν μην της χαλάσουμε τα λουλούδια και με την κυρά-Μαριάνθη, την οποία, αν και έμενε στην πολυκατοικία που έμενα και εγώ – απέναντι από το στενό δηλαδή, την ενοχλούσε ο θόρυβος. 
Εγώ, αν και ήμουν ιδιαίτερα πωρωμένος με το ποδόσφαιρο και τον Ολυμπιακό από μικρός, δεν ήμουν και από τους πλέον ταλαντούχους στην τρίπλα ούτε και πολύ γρήγορος. Ήμουν όμως “εργατικός παίχτης” πολύ καλός στις μακρινές πάσες, στα κοψίματα. Γι’ αυτό και οι μεγαλύτεροι και αρχηγοί της ομάδας συνήθως με έβαζαν στην άμυνα, ή στο κέντρο, αλλά εκεί που πραγματικά πέταγα (παρόλο που δεν μου άρεσε και πολύ) ήταν τερματοφύλακας!
Το χειμώνα που δεν μπορούσες να παίξεις μπάλα στο στενό, με τον Νίκο τον συνονόματο φίλο μου που μέναμε μαζί στον ίδιο όροφο, παίζαμε μπάλα στην είσοδο της πολυκατοικίας! 
Η πολυκατοικία που έμενα στο Αγρίνιο είναι από τις πρώτες που χτίσθηκαν και έχει μεγάλη είσοδο, φαρδιές σκάλες, ευρύχωρους διαδρόμους. 
Θυρωρός δεν υπήρχε και ούτε υπάρχει, αλλά υπήρχε το τραπέζι του! Έτσι όταν παίζαμε μπάλα και βλέπαμε κάποιον να κατεβαίνει με το ασανσέρ, ή να έρχεται από το δρόμο κρυβόμασταν κάτω από το τραπέζι του θυρωρού, ή πίσω από τις σκάλες για να μην τα ακούσουμε. 
Τα αποτελέσματα βέβαια του ποδοσφαίρου στην είσοδο ήταν 2-3 σπασμένες τζαμαρίες και αρκετές φθορές…



Τα μουντιάλ

Ο Νίκος είχε πάθος με την θέση του τερματοφύλακα γι’ αυτό και τον φωνάζαμε Γιούχανς (ο Γιούχανς ήταν ένας Γερμανός τερματοφύλακας). Μεγάλο ταλέντο και ως DJ κολλημένος με την electro-pop της εποχής, εκεί όμως που έδινε ρέστα ήταν στα λευκώματα! Εκεί ήταν άπαιχτος ο μπαγάσας! 
Τα λευκώματα τα φτιάχναμε κάθε 4 χρόνια όταν είχε μουντιάλ και δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα τετράδιο με κολλημένες φωτογραφίες και κείμενα που κόβαμε από περιοδικά και εφημερίδες. Εγώ, όπως και σε όλα σχεδόν τα πράγματα, ξεκινούσα να φτιάχνω το λεύκωμα και στην πορεία βαριόμουν και τα παρατούσα! Άντε να γέμιζα 5-6 σελίδες το πολύ… Τζάμπα και το τετράδιο δηλαδή! 
Αλλά ο Νίκος πραγματικά κεντούσε… Τοποθετούσε τις φωτογραφίες με μαεστρία έκανε και ωραία γράμματα και τα λευκώματά του ήταν ποιήματα. Έχω να τον δω χρόνια, αλλά ελπίζω να έχει κρατήσει κανένα από αυτά. 
Μαζί με τα “χειροποίητα” λευκώματα στην μόδα ήταν τότε και τα άλμπουμ με τα αυτοκόλλητα της panini, αλλά και οι κάρτες με τους παίχτες του Ελληνικού πρωταθλήματος. Για τις κάρτες μάλιστα, εκτός από τις ανταλλαγές, είχε επικρατήσει και το εξής παιχνίδι: κράταγες την κάρτα σου στον τοίχο σε ένα ύψος με την μεγάλη διάσταση οριζόντια και την άφηνες να πέσει στριφογυρίζοντας στο έδαφος – το ίδιο έκανε και ο αντίπαλος και αν η κάρτα του πλάκωνε την δικιά σου την έπαιρνε, αλλιώς του την έπαιρνες εσύ. 
 Ο ποδοσφαιριστής που μας είχε βγάλει την Παναγία – που ήταν ο πιο σπάνιος δηλαδή – ήταν ο Νέτο Γκουερίνο του ΠΑΟΚ και μπορώ να θυμηθώ αρκετές περιπτώσεις που έπεφτε ξύλο για δαύτον!
Το μουντιάλ του ’78 στην Αργεντινή το παρακολουθήσαμε στην ασπρόμαυρη ZANUSSI που είχαμε τότε, αλλά οι αναμνήσεις μου από αυτό είναι αμυδρές. 
Θυμάμαι μόνο τον Αργεντίνο παιχταρά τον Μάριο Κέμπες, τον “el Matador” όπως τον αποκαλούσαν. Τόση εντύπωση μου είχε κάνει, που από τότε σε όλα τα μουντιάλ υποστήριζα και υποστηρίζω την Αργεντινή. 
Τον Μαραντόνα που τότε πρωτοξεκινούσε δεν τον θυμάμαι καθόλου… Αυτό που θυμάμαι σαν χθες, είναι το μουντιάλ στην Ισπανία το ’82, καθώς μάλιστα το είχα παρακολουθήσει και στην ολοκαίνουργια έγχρωμη Luxor που αγοράσαμε τότε (ακόμα την έχουμε αυτή την τηλεόραση). Σε όλα τα μουντιάλ, εκτός από Αργεντινή, ήμουν και – λόγω ιδεολογίας – με την Σοβιετική Ένωση! Το ’82 η Σοβιετική Ένωση είχε ομαδάρα με Ντασάεφ, Μπαλτάσαρ, Σουλακβελίτζε, Ντεμιανένκο, Μπεσόνοφ, Μπλαχίν, Ρομάντεφ κ.λ.π. άλλα είχε αποκλειστεί στον δεύτερο γύρο καθώς από το γκρουπ είχε προκριθεί η Πολωνία του Λάτο του Σμολάρεκ και του Μπόνιεκ, που νομίζω ότι έπαιξε και μικρό τελικό με την Γαλλία. Η Αργεντινή των Κέμπες, Μαραντόνα, Αρντίλες, Πασαρέλα, Γκαλέγκο, Ταραντίνι κ.λ.π., αποκλείστηκε και αυτή από τον δεύτερο γύρο, καθώς είχε την ατυχία να πέσει στο ίδιο γκρουπ με την Βραζιλία και την Ιταλία που πήρε και τελικά το κύπελλο. Πάντως το Ιταλία – Βραζιλία ήταν ματσάρα, από τα καλύτερα που έχουν παιχτεί σε παγκόσμιο κύπελλο!

Παρακολουθώντας το ματς από κερκίδες, μπαλκόνια, ταράτσες.

Τα επόμενα μουντιάλ του ’86 και του ’90 τα παρακολούθησα μαζί με τους φίλους μου στο πάρκο. 
Εκεί στην καφετέρια του δήμου, όταν είχε αγώνα, βγάζανε την τηλεόραση έξω και γινόνταν ο χαμός! Άλλοι με την Βραζιλία, άλλοι με την Αγγλία, άλλοι με… το Καμερούν κλπ δημιουργούνταν ένα φοβερό κλίμα, με πολύ χιούμορ και οι ατάκες μαζί με τους φραπέδες έπεφταν καπνός.
Όσον αφορά τους καφέδες, πάντα θαύμαζα τα γκαρσόνια της καφετέριας του πάρκου που είχαν κάτι τεράστιους δίσκους και πάνω έβαζαν και εγώ δεν ξέρω πόσους καφέδες! Και όχι μόνον αυτό… τον δίσκο τον πήγαιναν με το ένα χέρι, και χωρίς να γράφουν τις παραγγελίες σου έφερναν πάντα τον σωστό καφέ!
Στο μουντιάλ του 90 κινδύνεψα να φάω και ξύλο… 
Σε έναν αγώνα της Αγγλίας (δεν συμπαθώ καθόλου τους Άγγλους), κάποιος παίχτης της χάνει ένα σίγουρο γκολ. Ανάμεσα στα διάφορα μπινελίκια που ακούγονται πετάγομαι και εγώ και λέω: “Ρε το μαλάκα! Αυτό δεν το έχανε ούτε ο Αρμύρας!” (σ.σ. Αρμύρας: Επιθετικός του Παναιτωλικού την εποχή εκείνη με μια κάποια… δυσκολία στο σκοράρισμα!). Που να ‘ξερα ότι 2-3 καθίσματα πιο μπροστά θα κάθονταν ο ευέξαπτος και σωματώδης ξάδερφος του Αρμύρα! 
Ευτυχώς μπήκαν στην μέση κάποιοι και με “έσωσαν”, αφού άκουσα βέβαια διάφορα κοσμητικά επίθετα…

Η Φέγενορτ και η Ρεάλ (!)

Ο φίλος μου ο Πάνος, που ήταν – και είναι άρρωστος με το ποδόσφαιρο, έμενε λίγο πιο κάτω από μένα και είχε φτιάξει στην δικιά του γειτονιά μια ομάδα που την λέγανε Φέγενορτ(!). Η Φέγενορτ είχε σαν έδρα ένα στενό σαν το δικό μας, την οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Όταν η δική μας ομάδα διαλύθηκε επειδή τα περισσότερα παιδιά ήταν μεγάλα και σταμάτησαν να ασχολούνται, εγώ, αφού για ένα διάστημα έπαιζα σε μια ομάδα με κάτι φίλους από το γυμνάσιο, “προσχώρησα” στην Φέγενορτ που αργότερα μετονομάστηκε από τον Πάνο (δεν θυμάμαι γιατί) σε Ρεάλ(!).
Η “ζωή” της ήταν τουλάχιστον 4-5 χρόνια έως ότου δηλαδή, μετά τις πανελλήνιες, φύγουμε οι περισσότεροι από το Αγρίνιο.
Καταλυτική φυσιογνωμία βέβαια και πρόεδρος, προπονητής και παίχτης ήταν ο Πάνος. Κανόνιζε τους αγώνες, μας συγκέντρωνε, έλεγε πως θα παίξουμε, “όργωνε” τα γήπεδα-αλάνες και δεν “μάσαγε” τίποτα! 
Για να σας δώσω να καταλάβετε, πρέπει να αποτελεί μοναδική περίπτωση ανθρώπου στην παγκόσμια ιατρική βιβλιογραφία που έπαιξε ολόκληρο αγώνα μπάσκετ με σπασμένο πόδι! 
Σταθερά στελέχη της Ρεάλ, εκτός από τον Πάνο και μένα, ήταν ο Χρήστος παίχτης με κεφάλι δυναμίτη, ο Σπύρος “δεκάρι” και δυνατό παιδί, ο Γιώργος τεχνίτης επιθετικός και ο Γρηγόρης τα “πνευμόνια” της ομάδας. Εγώ έπαιζα συνήθως άμυνα, ενώ ο Πάνος έπαιζε από τερματοφύλακας μέχρι σέντερ-φορ!
Με την Ρεάλ λοιπόν, σχεδόν κάθε σαββατοκύριακο γυρνάγαμε όλο το Αγρίνιο και παίζαμε με άλλες γειτονιές σε διάφορες αλάνες και οικόπεδα που υπήρχαν τότε. Από ένα σημείο και μετά, τους περισσότερους αγώνες τους δίναμε στο Εθνικό Στάδιο, όπου είχαν φτιάξει, δίπλα στο γήπεδο, έναν χώρο – το “τρίγωνο” όπως το λέγαμε, με χόρτο.
Από την Ρεάλ έχω τις καλύτερες αναμνήσεις. Εκεί μάθαμε μπάλα (όση μάθαμε), ζήσαμε αξέχαστες στιγμές, επικοινωνούσαμε, πλακωνόμασταν, κάναμε φιλίες που κρατάνε μέχρι σήμερα, και όλα αυτά τα οφείλουμε στον Πάνο. Αν δεν υπήρχε αυτός δεν θα υπήρχε Ρεάλ. 
Γενικά σε κάθε κοινωνική έκφανση, υπάρχουν συγκεκριμένα άτομα που έχουν την ικανότητα και το ταλέντο να δημιουργούν παρέες να τις συσπειρώνουν γύρω τους, να τις στηρίζουν, αντιμετωπίζοντας πολλές φορές την ανθρώπινη ζήλεια και μικρότητα. Τέτοιο άτομο είναι και ο Πάνος και να ‘ναι καλά να το κάνει πάντα.
Το ποδόσφαιρο βέβαια για μένα συνεχιζόνταν και τα καλοκαίρια στο χωριό όπου πηγαίναμε για διακοπές, και οι εικόνες και οι εμπειρίες που έχω από κει είναι τόσες πολλές, που μάλλον θα χρειαστεί να τις γράψω σε ξεχωριστώ κείμενο. 
Σήμερα στις πόλεις το ποδόσφαιρο παίζεται μέσα σε κάτι κλουβιά που λέγονται γήπεδα 5×5, συνήθως με αντιπάλους που δεν τους ξέρεις καν και με τον ιδιοκτήτη να σου υπενθυμίζει πως ο χρόνος που έχεις στην διάθεσή σου τέλειωσε.
Όπως και να ‘ναι πάντως, η συγκίνηση και η χαρά που σου προσφέρει η “πόρνη η μπάλα” που έλεγε και ο Όσιμ, είναι πάντα η ίδια…

Από το: http://www.varometro.net/
 

Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

Η Μοδιστρική...


....κάποτε στο Αγρίνιο.


Μικρές «βιοτεχνίες». 
Οι εργαζόμενες; μαθητευόμενες, μαθήτριες. 
Η αμοιβή τους; θα μάθαιναν την δουλειά και θα «άνοιγαν» κι αυτές τις δικές τους μικρές «βιοτεχνίες». 
Τα απαραίτητα αξεσουάρ της δουλειάς; βελόνες,
 καρφίτσες, δαχτυλήθρες, μεζούρες, ψαλίδια, κουβαρίστρες…

Φιγουρίνια του “Burda” ενημερωμένα με την τελευταία λέξη της μόδας, κρεμασμένα τρυπωμένα ρούχα, έτοιμα για πρόβα, πατρόν από χαρτί κι αυτές στη σειρά με σκυμμένο κεφάλι πάνω στο ρούχο, την πελότα με τις καρφίτσες καρφωμένη στο πέτο και την βελόνα στο χέρι να ράβουν.
Από μικρές πήγαιναν στις δασκάλες-μοδίστρες, σταματούσαν το σχολείο (πολυτέλεια γι’ αυτές), και μάθαιναν πρώτα ξετρύπωμα και τρύπωμα, μετά καρίκωμα, ράψιμο κουμπιών και κουμπότρυπες και τελευταία μέτρα, κόψιμο και μηχανή.
Οι πρώτες ραπτομηχανές χειροκίνητες, αργότερα ποδοκίνητες.

Η εταιρία “Singer” ήταν η πρώτη που έβγαλε στην αγορά τέτοιες μηχανές και για να προωθήσει το εμπόρευμά της διοργάνωνε και κύκλους μαθημάτων για νέες κοπέλες.
Στο Αγρίνιο, η πρώτη σχολή ραψίματος της “Singer”, άνοιξε στην στοά Παπαγιάννη.








Εικόνες στο Αγρίνιο μιας άλλης εποχής, που έχουν φύγει ανεπιστρεπτί.
















Αρχείο Ράνιας Πολύζου - 1950




Η σχολή της Singer στο Αγρίνιο







Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

Η Ντοπιολαλιά μας


Αφορμή για να ασχοληθώ με αυτό το θέμα, ήταν ένα κείμενο που μου έστειλε μια συντοπίτισσά μας, ξενιτεμένη χρόνια, που ήρθε με τα έφηβα παιδιά της μετά από μία εικοσαετία στην γενέτειρά της. 
Σε κάποιο σημείο της αφήγησής της γράφει την ερώτηση που της έκανε η κόρη της: "Μαμά, η γιαγιά μου είπε "απθώσ". Τι εννοεί;"

 
 Η ντοπιολαλιά μας, η γλώσσα μας, η τοπική μας διάλεκτος
 Ιδιόμορφη, παράξενη σε πολλούς, αστεία σε άλλους, "χωριάτικη" για τους πρωτευουσιάνους αστούς. Αυτή όμως μιλούσε η γιαγιά και ο παππούς μας, αυτή μιλούσαν και οι γονείς μας.
Μ' αυτή μεγαλώσαμε κι εμείς, αυτή χρησιμοποιούσαμε στις αλάνες όταν παίζαμε και αυτή στους παιδικούς τσακωμούς μας.
Αλλά αυτή την ντοπιολαλιά μας προσπαθήσαμε αργότερα, μεγαλώνοντας, να την εξαλείψουμε από την ομιλία μας, γιατί ντρεπόμασταν γι' αυτήν.
 Εμείς οι Αγρινιώτες και γενικά οι Αιτωλοακαρνάνες, έχουμε τσακωθεί με τα φωνήεντα, τα αφαιρούμε χάριν συντομίας, (μάτ=μάτι, χέρ=χέρι, πίνς=πίνεις, αλπού= αλεπού...).
Έχουμε μία ιδιαίτερη αδυναμία στο "ου", (ούλι= όλοι, παίζου= παίζω...).
Με μαγικό τρόπο εξαφανίζουμε γράμματα από λέξεις, (γρούνι=γουρούνι, μκρός= μικρός, πνάου=πεινάω, στς ιφτά= στις εφτά...).
Το λι και το νι το προφέρουμε χορταστικά.
Έχουμε τις δικές μας κτητικές αντωνυμίες, ( τς Μαρίας=της Μαρίας, δκός τς=δικός της...).
Έχουμε καταργήσει τους γραμματικούς κανόνες, αφού τονίζουμε τις λέξεις ακόμα και πριν την προπαραλήγουσα, (έτριξανι= τρέξανε, έφαγαμι= φάγαμε...)
Αλλά έχουμε και δικές μας λέξεις. 
Λέξεις που μάλλον είχαν συμπεριληφθεί στο λεξιλόγιο των προγόνων μας, με επιρροές από τούρκικη, σλαβική, ιταλική και άλλης προέλευσης γλώσσα. 
Λέξεις που επέζησαν χιλιάδες χρόνια. Λέξεις που μεταφέρθηκαν από γενιά σε γενιά, χωρίς κανένα ποτέ λεξικό να τις έχει συμπεριλάβει στις σελίδες του. 
Λέξεις που όταν τις ακούνε τα παιδιά μας, γελάνε, μας κοιτάζουν έκπληκτα με απορία.
Ξέρω ότι εμείς οι Αιτωλοακαρνάνες μπορούμε να συγγράψουμε το δικό μας λεξικό.

Απουσταίνου= κουράζομαι 
Αρούπουτους= αχόρταγος 
Γκαβός= τυφλός 
Γούρνα= λάκκος 
Σκουντουμπλιά= πέσιμο 
Τσαούλι= σαγόνι 
Νιάτσκα= καπάκι μπύρας 
Ζάντζα= νεύρα 
Τζώρας= ξεροκέφαλος 
Αβγατάου= αυξάνω 
Σκιάζομι= φοβάμαι 
Καρκώνουμι= πνίγομαι 
Ζμπάου= πιέζω
Απθώσ= κάτσε
 ... τα κλασσικά φούλημ, καμάριμ
 
.....και πόσες άλλες !!!

Ας φτιάξει λοιπόν ο καθένας από εμάς το δικό του λαϊκό γλωσσάρι....

Ελπίζω η αναφορά μου στην ντοπιολαλιά μας, να μην έκανε μερικούς να ντραπούν, να νοιώσουν άβολα, να αισθανθούν "χωριάτες"....

Διαβάστε το γλωσσάρι μας....