Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Για τους ξενιτεμένους Αγρινιώτες


Αναδημοσίευση από το "Ευρυτάνας Ιχνηλάτης"

Ο καμένος κέδρος με το ρετσινωμένο έλατο σκορπούν τη μοσχοβολιά τους από το παλιό πετροκάλυβο δίπλα στη ρεματιά. 
 Η γιαγιά βγάζει από την πυροστιά τη γάστρα με την πίτα και ο γέροντας σερβίρει ολόγυρα από τη χάλκινη κανάτα το άγιο τσιπουράκι που κυλάει, όμοιο διάφανο κεχριμπάρι, στα ρακοπότηρα της παρέας. Αφήνει κατάχαμα  το κανατάκι και πυρώνει τα ροζιασμένα χέρια του πάνω απ’ το τζάκι.  Ένα παραπονιάρικο κλαρίνο μόλις που ακούγεται από το τρανζίστορ που κρέμεται με το δερμάτινο λουρί του από ένα καρφί στον τοίχο. 
Έξω το κρύο είναι τσουχτερό και η νύχτα απλώθηκε νωρίς. Μουγκρίζουν τα ευρυτανικά βουνά από τα αστραπόβροντα και της βροχής οι πρώτες στάλες  χοροπηδάνε στον τσίγκο. Η παρέα στρώθηκε ολόγυρα, άλλοι στα σκαμνιά,  άλλοι κατάχαμα στα χρωματιστά κιλίμια στο σανιδένιο πάτωμα. Και η κουβέντα ανάβει κι εκείνη όπως τα κούτσουρα που τριζοβολάνε στο μαυρισμένο τζάκι.  
 Είναι ωραία απόψε εδώ. Ζωήρεψε και η φωνή του μπάρμπα Μήτρου που έπιασε να λέει ιστορίες από τα παλιά. Τα παιδιά κρέμονται από τα χείλια του, οι μεγαλύτεροι κουνάνε κάθε τόσο το κεφάλι. Κι ο γέροντας από τα σοβαρά πηδάει στα αστεία. Μολογάει καμώματα και αθώες χωριάτικες φάρσες  κι όλο και συμπληρώνει κάποιος και από κάτι, με τα χαχανητά να δίνουν και να παίρνουν σε τούτο το φτωχοκάλυβο. 
Και να που ήρθε η κουβέντα και στα δικά σου. 
Κάποιος λείπει απόψε απ’ την παρέα κι είσαι εσύ ξενιτεμένε μας αδερφέ. Μα και για σένα μιλάμε, σα να είσαι εδώ σιμά μας.  Όλοι τώρα για σένα λένε. 
Θυμώνται τις ζαβολιές στα μικράτα σου και γελάνε και εκεί απάνω είναι που πέφτει κι η ξαφνική σιωπή. Η γιαγιά σφουγγίζει τα ματάκια της: "που να ‘ναι τώρα το παιδάκι μου, σε ποιες ξένες πολιτείες;" μονολογεί  και τα παιδιά με σκυμμένα τα κεφάλια βάλθηκαν να κοιτάνε τα άδεια ποτήρια που γυροφέρνουν ανάμεσα στα δάχτυλα. 
Ο γέροντας δε λέει κουβέντα. Σηκώνεται  με κόπο και ρίχνει κι άλλο κούτσουρο στη φωτιά. Γιομίζει ξανά τα ρακοπότηρα. Κανένας δεν αρνείται το κέρασμά του.  Η βροχή δυνάμωσε. Η γιαγιά σερβίρει την πίτα της... 
 (Αφιερωμένο σε σένα ξενιτεμένε αδερφέ μας Ευρυτάνα …
Καλή αντάμωση…)

Και εμείς το αφιερώνουμε στους δικούς μας ξενιτεμένους Αγρινιώτες και τους ευχόμαστε
Καλά Χριστούγεννα!!!

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Να τα πούμε;


Καλήν ημέρα άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη θεία Γέννηση να πω στ΄ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη,
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,
ο Βασιλεύς των Ουρανών και ποιητής των όλων.
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το Δόξα εν Υψίστοις
και τούτο άξιον εστί, η των ποιμένων πίστις.
Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα.
Άστρο λαμπρό τους οδηγεί, χωρίς να λείψει ώρα.

Καλά Χριστούγεννα!



Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Η λέσχη του L’ Ospice

Αναδημοσιεύτηκε και στο "ΟΙΚΟΔΟΜΟΣ"

 Κείμενο του Γεράσιμου Γερολυμάτου


Ο πρώτος κατοχικός χειμώνας του 1941 ήταν φοβερά δύσκολος.
Πείνα, δυστυχία, αρρώστιες, απελπισία. 
Οι ήρωες που το 1940 στα βουνά της Αλβανίας γνώριζαν συνήθως μόνο τις... πλάτες των γκλοριόζων του Μουσολίνι δεν κατάφερναν να συμβιβαστούν με τη σκληρή πραγματικότητα που τους ανάγκαζε να ζουν σκλάβοι του φασισμού. 
Εγκαταλελειμμένος ο λαός από την ηγεσία των αστικών κομμάτων άρχισε έναν σκληρό καθημερινό αγώνα επιβίωσης πουλώντας σπίτια, οικόπεδα, χωράφια, μέχρι και τις προίκες των κοριτσιών για την εξοικονόμηση λίγου καλαμποκιού και λαδιού μέσα σ' ένα καθεστώς άγριας εκμετάλλευσης και μαυραγοριτισμού. 
Μέσα σ' αυτή τη θεοσκότεινη νύχτα της εθνικής κατάρρευσης, πραγματική όαση για την πόλη του Αγρινίου αποτελούσε η μικρή συντροφιά της λέσχης του L’ Ospice. Η λέσχη του L’ Ospice συγκροτήθηκε το 1938 από μια ομάδα γυμνασιόπαιδων της πλατείας Χατζοπούλου και σε κάποιο ισόγειο παραγκάκι, ιδιοκτησίας του δικηγόρου Κώστα Παλιγιαννόπουλου, είχε το εντευκτήριό της, το οποίο ονόμασε L’ Ospice από τη γαλλική λέξη που σημαίνει καταφύγιο.
Ήταν ένα χαμηλό, ετοιμόρροπο, κολλητό στο κυρίως σπίτι των Παλιγιαννοπουλαίων, κτίσμα ενός δωματίου. Χαμηλή η πόρτα της εισόδου με δύο μικρά παράθυρα, είχε κατάλληλα διακοσμηθεί. Οι κοπέλες της συντροφιάς είχαν αναλάβει να βάλουν κουρτίνες στα μικρά παράθυρα και άλλα χρειώδη σιγύρια, έτσι που το μικρό δωμάτιο μετατράπηκε σε μια ζεστή φωλιά. Ενοίκιο 150 δραχμές.
Είχε κι άλλα μικροέξοδα που καλύπτονταν από τα μέλη της συντροφιάς. 
Όπως αναφέραμε, τη συντροφιά αποτελούσαν αρχικά γυμνασιόπαιδα της πλατείας Χατζοπούλου, καμμιά εικοσαριά στον αριθμό, με πόλο έλξης τη δυνατή και πολύπλευρη προσωπικότητα του τότε απόφοιτου Γυμνασίου και ποιητή Πάνου Χατζόπουλου, ανιψιού του Κώστα Χατζόπουλου.

Πάνος Χατζόπουλος
Εκεί λοιπόν, σ' αυτό το καταφύγιο, συγκεντρώνονταν τακτικά γύρω στα 20-25 μέλη της συντροφιάς και κουβέντιαζαν τα προβλήματά τους. 
Στην ιδιόρρυθμη αυτή μελισσοφωλιά γίνονταν προπολεμικά καθημερινές συναθροίσεις στις ελεύθερες από τα μαθήματα ώρες, οπότε με συζητήσεις και διαλέξεις κουβεντιάζονταν ποικίλα θέματα, φιλολογικού και κοινωνικού περιεχομένου. 
Κάθε Κυριακή ή αργία κάποιο από τα μέλη της συντροφιάς υπό τύπων διαλέξεως ανέπτυσσε κι ένα φιλολογικό θέμα.
Άλλος μιλούσε για τον Παλαμά ή τον Χατζόπουλο, άλλος για τον Βίκτορα Ουγκώ, άλλος ανέλυε τη «Βάρκα» του Χατζόπουλου ή το δημοτικό τραγούδι της αλαφίνας. 
Η παρέα έβγαζε κι ένα περιοδικό. Τη «Σάλπιγγα».
Χειρόγραφο.
Σ' αυτό ο καθένας, όποιος βέβαια είχε κάποιο ταλέντο, έγραφε ό,τι του ερχόταν βολετό. 
Στο περιοδικό αυτό είδαν το φως τα πρώτα γραπτά του Πάνου Χατζόπουλου. 

Έτσι περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια.
Η παρέα του L’ Ospice έγινε γνωστή σε πλατύ κύκλο στη νεολαία του Αγρινίου κι όσο περνούσε ο καιρός παρακολουθούσαν τις εκδηλώσεις της και μαθητές άλλων συνοικιών. 
Το πρόβλημα όμως ήταν πως ο χώρος ήταν μικρός και το χαρτζιλίκι των παιδιών της συντροφιάς ελάχιστο. Οι σκέψεις που γίνονταν για εξεύρεση μεγαλύτερου δωματίου στάθηκαν πρακτικά αδύνατες. Παρ' όλα αυτά ο καιρός περνούσε ευχάριστα και δημιουργικά για την παρέα του L’ Ospice.

Όσο που ήρθε ο πόλεμος του 1940 και η Κατοχή. 
Η συντροφιά όμως δεν σκόρπισε. 
Το L’ Ospice ζούσε κι εκείνα τα τρομερά χρόνια. Άντεξε και στην πείνα του 1941, λες και κάποια ανάγκη να το συγκρατούσε στην ύπαρξή του. Τώρα η συντροφιά καταπιάστηκε με άλλα ενδιαφέροντα. Η παρουσία του κατακτητή γεννούσε άλλου είδους συζητήσεις.
Έφτανε ως εδώ ο απόηχος από τις νουθεσίες του γυμνασιάρχη Πλαγιανάκου, που εκτός από τις γυμνασιακές γνώσεις η κύρια προσπάθεια του, όπως και του φιλόλογου καθηγητού Πάνου Παπαχρήστου, ήταν να στυλώσει τις καρδιές με τα μεγάλα μηνύματα της ελληνικής ιστορίας και μυθολογίας. 
Μηνύματα που μιλούσαν για αγώνες και θυσίες των προγόνων χάριν της ελευθερίας. 
Στην ψυχή των μελών του L’ Ospice συντελούνταν συγκλονιστικές ανακατατάξεις ιδεών. Δεν ήταν πλέον τα ανέμελα προπολεμικά παιδιά. Οι δραματικές ώρες της Κατοχής φόρτωναν το μυαλό σκέψεις και σκέψεις. Η ανάλυση της τριλογίας του Προμηθέα αλλά κι αυτή του δημοτικού τραγουδιού της αλαφίνας τους συντάραζαν. Έφυγε από τα μάτια και τα χείλη το παιδικό ανέμελο χαμόγελο. Τα μέτωπα ήταν αυλακωμένα από ρυτίδες σοβαρότερων σκέψεων. Κάτι σαν φως αστραπής έφεγγε στα μάτια, όταν έφτανε από το δρόμο ο ήχος από το Βαρύ Βήμα της φασιστικής περιπόλου. Η καρδιά πλέον του L’ Ospice άρχισε να χτυπά σε άλλο τόνο. 
Γεγονός αναμφισβήτητο είναι πως μέσα από το L’ Ospice ξεπήδησαν οι πρώτες φλόγες αντίστασης κατά του φασισμού για λογαριασμό όλης της Αιτωλοακαρνανίας από τις πρώτες μέρες της Κατοχής. 
Αργότερα, με πρωτεργάτη πάντα τον Χατζόπουλο, δημιουργήθηκε δεύτερη εστία αντίστασης στο στέκι του ραφείου των αδερφών Φώτη και Μάκη Κολοκοτσά, στη στοά Παπαγιάννη, και στις αρχές του 1942 μια τρίτη εστία ξεφύτρωσε στο «φροντιστήριο» του μετέπειτα καθηγητή του Πολυτεχνείου Παντελή Ρόκου, το οποίο λειτουργούσε στο σπίτι του Νικάκη Παπανικολάου, απέναντι από τις αποθήκες Παναγόπουλου.


Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο L’ Ospice. 
Και με χρονολογική σειρά να αναφέρουμε χαρακτηριστικά περιστατικά από τα οποία εδραιώνεται η άποψη για τον πρωτοποριακό ρόλο που διαδραμάτισαν οι φλογεροί εκείνοι νεολαίοι στο νεολαιίστικο γενικά κίνημα εθνικής αντίστασης Αιτωλοακαρνανίας. 

Παραμονές 28ης Οκτωβρίου 1941. 
Σ' ένα παγκάκι μπροστά στην Αγιά Σωτήρα του Πάρκου κουβεντιάζουν τρεις μαθητές Γυμνασίου. Ανάμεσά τους κι ένας οκνίτης* του L’ Ospice.

Άγαλμα των πεσόντων στην οδό Παπαστράτου
Ρίχνεται απ' αυτόν η ιδέα να γίνουν δύο στεφάνια από τις δάφνες του Πάρκου και ως ελάχιστο φόρο τιμής για τους νεκρούς της Αλβανίας να στεφανωθεί το άγαλμα των πεσόντων, που βρισκόταν τότε στην οδό Παπαστράτου και μπροστά στο σπίτι του Κατσιμπίνη, και στη συνέχεια η προτομή του Κουμπούρα, του γνωστού Παναγιώτου, ήρωα μακεδονομάχου, κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό. 
Κάτι που γίνονταν με τον εορτασμό της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου από τα σχολεία, τα σωματεία, τους συλλόγους και τις αρχές της πόλης στα ελεύθερα χρόνια.
Η πρόταση του οκνίτη, που ήταν και γραμματέας πυρήνα, έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους άλλους δύο συμμαθητές του. 
Ετοιμάστηκαν τα δύο στεφάνια και με το σουρούπωμα η παρέα βρίσκεται να στεφανώνει πρώτο το μνημείο των πεσόντων. 
Εντελώς αναπάντεχα περνάει τυχαία από εκεί μια ιταλική περίπολος, τα τρία παιδιά με το δεύτερο στεφάνι τρέχουν στο στενό προς το καφενείο του Κρίμπα, από κοντά οι Ιταλοί, και την κατάσταση σώζει το ακάλυπτο τότε ρέμα.
Οι νεολαίοι γλιτώνουν την παραπέρα καταδίωξη και πιθανή τους σύλληψη.
Όταν πέρασε ο κίνδυνος, τα παιδιά είχαν το κουράγιο να βγουν από την κρυψώνα τους, βρόμικα και λασπωμένα απ' τη μπόχα και το βούρκο του ρέματος, να φτάσουν ως την προτομή του Κου­μπούρα και να τη στεφανώσουν κι αυτή. 
 Η πράξη αυτή χρονικά θα πρέπει να θεωρηθεί ως η πρώτη αντιστασιακή ενέργεια κατά του κατακτητή πανελλαδικά. Την άλλη μέρα, και κάτω από τη μύτη των Ιταλών, τα παιδιά του L’ Ospice γιόρτασαν την πρώτη επέτειο του αλβανικού έπους με ειδική ομιλία του Πάνου Χατζόπουλου, απαγγελίες πατριωτικών ποιημάτων και άλλα παρόμοια.


Ιανουάριος 1942. 
Ο Πάνος Χατζόπουλος μ' ένα δεύτερο μέλος του L’ Ospice, τον Θωμά τον Μποκόρο, κλέβουν από τα γραφεία της Ένωσης Συνεταιρισμών Αγρινίου μια γραφομηχανή γερμανικής μάρκας "Ούντεργουντ".

Με τη γραφομηχανή αυτή δακτυλογραφήθηκε και κυκλοφόρησε πλατιά η πρώτη προκήρυξη του ΕΑΜ στο Αγρίνιο. 
Ο Χατζόπουλος είχε συνδεθεί, στο μεταξύ, με την επιτροπή πόλης του ΕΑΜ. 
Πριν από την προκήρυξη αυτή ο Γεώργιος Καραπαπάς με τον Κωστάκη Αυγούλη σ' ένα παμπάλαιο πολύγραφο κυκλοφόρησαν μόνοι τους ένα κείμενο-μανιφέστο αντίστασης, ιστορικής για το κίνημα σημασίας.


24 και 25 Μαρτίου 1942. 
Στο διήμερο που θα ακολουθήσει, δηλαδή 24 και 25 Μάρτη, πολλά αξιόλογα γεγονότα έμελλε να διαδραματιστούν στην πόλη. 
Μα ας τα δούμε με τη σειρά τους.
Έπαιρνε να σουρουπώσει η 24η Μαρτίου όταν έγιναν τα αποκαλυπτήρια του μυστικού του L’ Ospice, καθώς οι οκνίτες του γνωρίστηκαν μ' αυτή τους την ιδιότητα μεταξύ τους εκείνο το βράδυ, κι ας ζούσαν τόσα χρόνια ο ένας δίπλα στον άλλο ως μέλη της ίδιας λέσχης. 
Ένας ένας πέρναγαν τη μεγάλη ξύλινη αυλόπορτα του σπιτιού των Χατζοπουλαίων, για να εκτελέσουν μια αποστολή μαζί με τους οκνίτες του Παντελή Ρόκου της Αγίας Τριάδας
Μια ώρα πριν λήξει η κυκλοφορία, με νερομπογιές στα ντενεκέδια καθώς και με πινέλα από αυτά που ξυριζόμαστε, και κρατώντας στάμπα ξεκινούν να ζωγραφίσουν στα ντουβάρια του Αγρινίου τα πρώτα αντιστασιακά συνθήματα. 
Τα στάμπα ζωγραφισμένα από τον Δημητράκη Ανδρικόπουλο και σκαλισμένα από τον Γιωργάκη Κουτρουμπούση έλεγαν: 
«Ζήτω η 25η Μαρτίου», 
«Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους»,
«Θάνατος στο φασισμό» και 
«Ελευθερία ή θάνατος». 
Τα συνεργεία ήταν τριμελή. Ένας στον ντενεκέ, τη νερομπογιά και τη στάμπα, ο δεύτερος στο πινέλο και ο τρίτος τσιλιαδόρος, κατά προτίμηση κοπέλα. Έμενε κι ένας μοναχός, ο Θανάσης Καραγιώργος, που σκοτώθηκε στο δεύτερο αντάρτικο. Αυτός αποτέλεσε δικό του συνεργείο.
Το πρωί της 25ης Μαρτίου άστραφταν οι καρδιές των Αγρινιωτών από περηφάνια, καθώς τα ντουβάρια απ' άκρη σ' άκρη της πόλης, ακόμα και δίπλα στις σκοπιές των Ιταλών, διαλαλούσαν την απόφαση της αδούλωτης νεολαίας για αγώνα ζωής ή θανάτου ενάντια στους κατακτητές. 
Ο εθνικός συναγερμός κορυφώθηκε όταν οι ίδιοι οι οκνίτες μαζί με τους μεγαλύτερους του εργατικού ΕΑΜ παρασύροντας στο πέρασμά τους κι ένα πλήθος από κόσμο, ξεκινούσαν από την κεντρική πλατεία και βάδιζαν την οδό Παπαστράτου πηγαίνοντας να στεφανώσουν το μνημείο των πεσόντων στου Κατσιμπίνη. 
Η πορεία και η στέψη πραγματοποιήθηκε παρά τις αυστηρές απαγορευτικές διαταγές των στρατευμάτων κατοχής. Μπροστά σ' αυτή την εθνική έξαρση πατριωτισμού οι Ιταλοί δεν τόλμησαν να επέμβουν. Άφησαν την ελληνική ψυχή να πορευτεί. 
Η στέψη έγινε και η αγωνιστική αυτή εκδήλωση έκλεισε με τον Εθνικό Ύμνο.

Τα δύο αυτά γεγονότα, το γράψιμο των πατριωτικών συνθημάτων και η στέψη του μνημείου των πεσόντων είχε συγκλονιστική επίδραση στο λαό της πόλης, με τις πλούσιες αγωνιστικές παραδόσεις, κι άλλαξε τον αγέρα στη βαριά ατμόσφαιρα της Κατοχής. 
Ο καθένας άρχισε να περιεργάζεται με σημασία το διπλανό του, βάλθηκε να αναλύει την κάθε κίνηση, κουβέντα και ενέργειά του. Επιστράτευσε τις κεραίες της ψυχής του προσπαθώντας να βρει τα αόρατα, μα υπαρκτά νήματα, που θα τον οδηγούσαν όσο γινόταν γρηγορότερα εκεί που άρχισε ξανά να χτυπά η καρδιά της πατρίδας και η καμπάνα του εθνικού χρέους. 
Κανείς δεν ήθελε να χάσει τη χαρά της πρωτοπορίας και αν ο αγώνας της Εθνεγερσίας του 1821 είχε την ηρωίδα πόλη του, το Μεσολόγγι, ο καινούργιος αγώνας ενάντια στις δυνάμεις του φασισμού - ναζισμού θα είχε σε λίγο τη δική του ηρωίδα πόλη, το Αγρίνιο, που τροφοδότησε το έπος της Εθνικής Αντίστασης με χιλιάδες φλογερούς μαχητές της ελευθερίας και με ποτάμια αίματος.

Αλλά εμείς ας συνεχίσουμε. 
Οι Ιταλοί έχουν μαζέψει τα λιγοστά ραδιόφωνα που υπήρχαν τότε στο Αγρίνιο. Εξαίρεση κάνουν στο ραδιόφωνο του στρατηγού Κλάδου, που κάθονταν απέναντι από το ξενοδοχείο Ακροπόλ, στην αρχή της οδού Ηλία Ηλιού.
Ένας παλιός του ιπποκόμος και διαχειριστής του κτήματός του στο Δοκίμι άκουγε με το στρατηγό κάθε βράδυ το δελτίο ειδήσεων του Λονδίνου και του Καΐρου. Ο ανιψιός του ιπποκόμου περίμενε τον μπάρμπα του να γυρίσει από το σπίτι του Κλάδου και κράταγε στο μυαλό του τα νέα του δελτίου. 
Ο μπάρμπας, που διετέλεσε ένα φεγγάρι ενωματάρχης Χωροφυλακής, δεν παρέλειπε να συστήνει στον ανιψιό του πριν φύγει για το σπίτι του να κρατά το στόμα του κλειστό. 
-«Μην κάψουμε το στρατηγό μωρ' ζαγάρ και κάψεις και το δκο μ' σπίτ». 
Μόνο που ο ανιψιός ήταν κομμάτι αγύριστο κεφάλι και τα νέα μεταφέρονταν την άλλη μέρα στο L’ Ospice. 
Εδώ τα μυαλά και των άλλων σκαθαριών δεν άργησαν να πάρουν τις κατάλληλες στροφές και επιστρατεύοντας την κλεμμένη γραφομηχανή της Ένωσης άρχισαν να κυκλοφορούν κάτω από τις πόρτες στις γειτονιές τα πρώτα παράνομα δελτία ειδήσεων. 
Στα τέλη του Μάρτη του '42 εξοικονομήθηκε ένα ραδιόφωνο απ' τον Ντίνο Σαλάκο. Με λίγο ταρακούνημα καμιά φορά, όταν το 'πιαναν οι αναποδιές του, έστω και βραχνά, έκανε τη δουλειά του.

Παράνομο τυπογραφείο(φωτό από το evrytan.gr)
Σέμπρεψε και με τη γραφομηχανή κι ένα αυτοσχέδιο πολύγραφο και η δουλειά πλέον του καθημερινού δελτίου ειδήσεων συστηματοποιήθηκε, έτσι που να κυκλοφορεί πόρτα με πόρτα, κόρφο με κόρφο σε μεγάλο αριθμό αντιτύπων. 
Δεν παραλείπονταν βέβαια και η εκτύπωση τρικ με πατριωτικά συνθήματα και προκηρύξεις, όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις. 
Αρχικά οι τεχνικές ανάγκες εκτύπωσης και διανομής καλύφθηκαν από τα παιδιά του L’ Ospice. Αργότερα, όσο οι ανάγκες μεγάλωναν, μπήκαν στο χορό και οι αντιστασιακές οργανώσεις των συνοικιών. 
Βέβαια ως τις αρχές του '43 τα τρία σύνεργα, δηλαδή γραφομηχανή, πολύγραφος και ραδιόφωνο, χειρίζονταν ο Ντίνος ο Σαλάκος και τα παιδιά του L’ Ospice. Τα δελτία που εκτυπώνονταν καθημερινά παραλάμβανε ο Σπύρος ο Φαρμάκης και τα διοχέτευε στους μηχανισμούς διανομής των συνοικιών. 
Η αξιόλογη αυτή παράνομη δουλειά γινόταν κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη του κατακτητή, που παρ' όλες τις προσπάθειές του δεν κατάφερε να βάλει στο χέρι τον παράνομο αυτό μηχανισμό. Είναι αλήθεια πως πολλές φορές ο μηχανισμός αυτός κινδύνευσε σοβαρά, πότε από τυχαίες και αναπόφευκτες συμπτώσεις και κακά συναπαντήματα, πότε από επιπόλαιες ενέργειες που οφείλονταν στη φυσιολογική νεανική ορμή που δεν εκτιμούσε, στο βαθμό που έπρεπε, τον κίνδυνο που καραδοκούσε ή ακόμα κι από έλλειψη ανάλογης πείρας.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα δημιουργούσε η γραφομηχανή.
Έτσι τεράστια σε όγκο που ήταν, ολόκληρο τσουβάλι πράμα, τα πλήκτρα της έκαναν τρομερό πάταγο που σκόρπαγε αναγκαστικά και έξω από τα ντουβάρια και τα κλειστά παραθυρόφυλλα σε αρκετά μεγάλη ακτίνα στη γειτονιά. Τότε δεν υπήρχαν οι σημερινοί θόρυβοι να κουκουλώνουν το πράμα. 
Για το λόγο αυτό έμενε δύο, το πολύ τρεις μέρες, και μετά δρόμο για άλλο στέκι. Έφτασε η χάρη της μέχρι το γυναικωνίτη του Αϊ-Γιώργη στην Ντούτσαγα. Χαλάλι της όμως, γιατί το δελτίο βοήθησε να στυλωθεί το εθνικό φρόνημα και το ηθικό του λαού της πόλης, καθώς μέρα με τη μέρα η φούρια της χιτλερικής λαίλαπας κόπαζε όσο που πήρε την κάτω βόλτα.

Μια μέρα, καθώς οι δύο νεολαίοι του L’ Ospice, ΕΠΟΝίτες πια μετά την αυτοδιάλυση της ΟΚΝΕ τη άνοιξη του '43, κουβάλαγαν σ' ένα τσουβάλι τη γραφομηχανή για κάποιο καινούργιο στέκι που θα ήταν το κατώγι του σπιτιού του Χαρίλαου Τσουκαλά, δίπλα στο ρέμα της Αγίας Τριάδας, μπροστά στις αποθήκες Παναγόπουλου, έπεσαν σε μια ομάδα Γερμανών που φόρτωναν ένα αυτοκίνητο με διάφορα εφόδια. 
Οι Γερμανοί σταμάτησαν τους επονίτες και γαβγίζοντας στη γλώσσα τους και με νοήματα τους διέταξαν να βάλουν ένα χέρι στο φόρτωμα. 
Το τσουβάλι με τη γραφομηχανή ξεφορτώθηκε παρά πέρα στο πεζοδρόμιο και άρχισε η αγγαρεία. 
Ο Γερμανός σκοπός της αποθήκης, όση ώρα κρατούσε το φόρτωμα, τριγυρόφερνε το τσουβάλι με την "Ούντεργουντ" και το περιεργάζονταν πίσω από τα χοντρά μυωπικά γυαλιά του.
Όλα έδειχναν πως πλησίαζε το τέλος. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά, η αγγαρεία κάποτε πήρε τέλος, ξαναφορτώθηκε στις πλάτες το τσουβάλι με τη γραφομηχανή και τα παιδιά πήραν δρόμο.
Μια άλλη μέρα κινδύνευσε ο πολύγραφος με τον οποίο τύπωναν τα δελτία οι ίδιοι οι παραπάνω ΕΠΟΝίτες στο σπίτι των αδερφών Νταβαρούκα, στην οδό Καλυβίων. 
Δυό Γερμανοί της Γκεστάπο με το διερμηνέα Σπύρο Λούβαρη έχοντας κοντά τους και μια γερόντισσα πήραν σβάρνα τις γειτονιές για να βρουν σπίτι να στεγάσουν την οικογένειά της, μιας και το δικό της το είχαν επιτάξει για τις δικές τους ανάγκες.
Έφτασαν ως το Νταβαρουκέικο. 
Η Ελένη Νταβαρούκα, μόλις τους είδε να ανοίγουν την αυλόπόρτα την ώρα που αυτή κράταγε τσίλιες στο μπαλκόνι, μπήκε στο δωμάτιο που τύπωναν οι επονίτες τα δελτία και κίτρινη από φόβο έμπηξε μια φωνή: 
-«Γερμανοί κυκλώνουν το σπίτι» κι έπεσε ξερή στο πάτωμα. 
Χάρη στην ψυχραιμία των δύο παιδιών δεν έγινε καμιά παρεξήγηση, που ίσως θα είχε αιματηρές συνέπειες και την απώλεια βέβαια του πολυγράφου. 
Εξακριβώθηκε ο σκοπός του ερχομού των γκεσταπιτών, τα παιδιά τους εξήγησαν πως δεν υπήρχε κενό ούτε ένα δωμάτιο κι εκείνοι έφυγαν γυρεύοντας σπίτι παρακάτω. 
Ο διερμηνέας Λούβαρης, που εξηγούσε τα καθέκαστα και στις δύο πλευ­ρές, κάτι φάνηκε να ψυλλιάστηκε βλέποντας τα γανωμένα από το μελάνι χέρια του ενός ΕΠΟΝίτη, μα δεν έδωσε συνέχεια. 
Τα παιδιά μάζεψαν τα φρεσκοτυπωμένα δελτία, ήρθε κι ο Σπύρος Φαρμάκης που το παρέλαβε για διανομή κι έκρυψαν τον πολύγραφο στο τζάκι. Διαβεβαίωσαν την Ελένη πως θα τον μεταφέρουν την ίδια μέρα, αφού είδαν κι έλαβαν να τη συνεφέρουν από τη λιποθυμιά της, κι έφυγαν για να κανονίσουν καινούργιο στέκι. 
Όταν γύρισαν το απόγευμα για να τον παραλάβουν για τη μεταφορά, ο πολύγραφος δεν υπήρχε πλέον. 
Ο Παύλος Νταβαρούκας, ο οποίος γύρισε στο μεταξύ από την αγορά στο σπίτι, έμαθε από την αδερφή του τα καθέκαστα, έβαλε φωτιά και έκαψε τον πολύγραφο.

Στις αρχές του '42, στο σπίτι της Χριστίνας Κολοκύθα, ξέπεσε ο Χρήστος Καπράλος με τον Άγγελο Τερζάκη. Καραβοτσακισμένοι και οι δύο από την πείνα και τις κακοτυχίες αντάμωσαν στο Αγρίνιο τον Πάνο Χατζόπουλο κι εκείνος τους έβαλε να καθίσουν στο παραπάνω σπίτι.
Επειδή όμως η οικογένεια της Κολοκύθα δεν ήταν δυνατόν πέρα από τη στέγαση να αναλάβει και την τροφοδοσία τους, το έργο αυτό το ανέλαβε το L’ Ospice. 
Κάθε μέρα άλλος μια φέτα ψωμί, άλλος ένα πιάτο φαγητό ή ελιές, άλλος λίγο λάδι, μια δυο χούφτες φασόλια, ρεβίθια, κι ό,τι άλλο μπορούσε να εξοικονομήσει απ' το σπίτι του. Έτσι μπόρεσε η παρέα του L’ Ospice να συντηρήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα τους δύο αυτούς δόκιμους καλλιτέχνες που τόσα πρόσφεραν στη συνέχεια στον πνευματικό και καλλιτεχνικό χώρο της Ελλάδος. Και ήταν μεγάλη η χαρά των παιδιών του L’ Ospice να τους κάνουν παρέα και να συζητούν μαζί τους.

Μα όλα έχουν αρχή και τέλος. 
Και το L’ Ospice έμελλε να αυτοδιαλυθεί την άνοιξη του '43. 
Λίγο μετά τη διάλυση της ΟΚΝΕ και την προσχώρησή της στην ΕΠΟΝ, η συντροφιά των παιδιών του L’ Ospice μετακόμισε ομαδικά στις γραμμές της, εκτός από δυο-τρεις περιπτώσεις.
Έκλεισε ο κύκλος μιας σκοτεινής τροχιάς και μιας σελίδας του νεολαιίστικου προοδευτικού κινήματος της εργατούπολης του Αγρινίου, της ηρωίδας πόλης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. 
Άνοιξε μια καινούργια. Το ίδιο αξιόλογη και φωτεινή. Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η ιστορία της ιδιόρρυθμης εκείνης μαθητικής λέσχης που διέγραφε μια φωτεινή και αξιόλογη τροχιά στη δημοκρατική, προοδευτική και μετέπειτα αντιστασιακή πορεία του αγρινιώτικου λαού.

Εφημερίδα του Αγρινίου


*ΟΚΝΕ (Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας)
Η ΟΚΝΕ ήταν η πρώτη οργάνωση νεολαίας του ΚΚΕ.
Ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 1922, με την ολοκλήρωση του πρώτου της συνεδρίου, που έγινε στην Αθήνα και προέβλεπε τη συνένωση μικρότερων σοσιαλιστικών οργανώσεων νεολαίας σε μία πανελλαδική οργάνωση με ενιαία πολιτική και οργανωτική καθοδήγηση.
Η οργάνωση ανέπτυξε έντονη δράση εναντίον της δικτατορίας Παγκάλου και αργότερα εναντίον της δικτατορίας Μεταξά, ενώ ανάμεσα στις σημαντικότερες πρωτοβουλίες της συγκαταλέγεται η οργάνωση της φοιτητικής απεργίας της 17ης Νοεμβρίου 1941.
Το 1943 η ΟΚΝΕ αυτοδιαλύθηκε, προκειμένου να δημιουργηθεί η ΕΠΟΝ για την οργάνωση του αγώνα της νεολαίας εναντίον των κατακτητών.

Divider Graphics






~Αγρίνιο...Γλυκές Μνήμες~

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Χρονιάρες μέρες





Χρονιάρες μέρες, όπως τις έλεγες…

Από μικρό παιδί μου προκαλούσαν θλίψη. Θες γιατί δεν μπορούσα να έχω ότι και τα άλλα παιδιά, θες γιατί στο σπίτι δεν άλλαζε και τίποτε, θες γιατί τότε καταλαβαίναμε πιο πολύ την φτώχεια μας…ποιός ξέρει…ίσως και όλα αυτά μαζί.

Και εσύ το καταλάβαινες, το ήξερες πως ένοιωθα αλλά δεν μπορούσες να κάνεις κάτι, δεν «έχουμε τον τρόπο παιδάκι μου», έλεγες. Το μόνο που μπορούσες να κάνεις και το έκανες με το παραπάνω ήταν η μεγάλη σου, ζεστή αγκαλιά και τα χάδια σου με τα ροζιασμένα από την πολύ δουλειά χέρια σου. Με τα λατρεμένα αυτά χέρια…

Άνοιγες την τεράστια αγκαλιά σου με έχωνες μέσα και μου τραγουδούσες, θυμάμαι, με εκείνη την γλύκα στην φωνή που μόνο εσύ είχες.

Και μου ‘λεγες « Του χρόνου θα βάλω δυό στρέμματα παραπάνω καπνό και τα περίσσια λεφτά θα είναι καταδικά σου. Θα τα πάρεις και τις χρονιάρες μέρες θα αγοράσεις ότι θες…θα στολίσουμε και το σπίτι…»

Και εγώ όταν περνούσα από τις στολισμένες βιτρίνες, κοντοστεκόμουνα, κόλλαγα τη μούρη μου στα τζάμια και ονειρευόμουνα…αυτό θα το πάρω του χρόνου…Α!! κι αυτό…Πω! Πω! Τι όμορφο που είναι αυτό!!! Του χρόνου…

Εσύ κρατούσες την υπόσχεσή σου, δούλευες πιο πολύ αλλά οι ανάγκες μεγάλωναν και οι χρονιάρες μέρες περνούσαν και περνούσαν και περνούσαν…χωρίς διαφορά με τις υπόλοιπες μέρες.

Μια χρονιά θυμάμαι ήρθες σπίτι με ένα πλαστικό Χριστουγεννιάτικο δέντρο και δυό κούτες με χρωματιστές μπάλες και φωτάκια.
 Το ίδιο βράδυ δίπλα στο τζάκι στολίσαμε οι δυό μας το δέντρο, βάλαμε βαμβάκι στα κλαδιά του, με σήκωσες στα χέρια σου και έβαλα ένα τεράστιο αστέρι στην κορυφή του. Η χαρά μου απερίγραπτη!!!

Με πήρε ο ύπνος εκείνο το βράδυ τα χαράματα, κοιτώντας τα φωτάκια να αναβοσβήνουν.

Και την άλλη μέρα έραψες μια κόκκινη τεράστια κάλτσα και την κρέμασες στο τζάκι «Φέτος έχω την υποψία ότι θα περάσει κι από δω ο Άη Βασίλης», είπες. «Κι εμείς πρέπει να είμαστε έτοιμοι…αν περάσει.»

Και πέρασε. Πέρασε και μέσα στην κάλτσα, μου είχε αφήσει έναν Φωτεινό Παντογνώστη, ένα ζευγάρι παπούτσια και ένα πλεκτό πράσινο πουλόβερ.

Και ήταν στα μέτρα μου και το πουλόβερ και τα παπούτσια. Και που ήξερε ότι ήθελα τον Φωτεινό Παντογνώστη;

«Ε…Άη Βασίλης είναι αυτός, ξέρει όλα τα παιδάκια του κόσμου. Αλλά δεν μπορεί να περάσει απ’ όλα κάθε χρόνο. Φέτος ήταν η σειρά σου»

Με τα μάτια γεμάτα δάκρυα σηκώνω το ακουστικό του τηλεφώνου, πληκτρολογώ και…

«Γειά σας!! Χρόνια σας Πολλά!! Ο γιός της κυρίας Αργυρώς είμαι. Αύριο θα έρθω να πάρω την μητέρα μου. Ναι, ναι !! Όχι μόνο για τις γιορτές. Ξέρετε δεν θα ξαναγυρίσει στο γηροκομείο. Θα μείνει μαζί μου…»


Μελισσάνθη

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Κάποτε...


"Κάποτε...κάποτε που είμαστε ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ!!!"


Κάποτε…
Κάποτε που η μάνα έφτιαχνε τηγανίτες για πρωινό.
Κάποτε που είχαμε μόνο ένα τετράδιο και το χωρίζαμε σε θέματα για να χωρέσουν όλα τα μαθήματα.
Κάποτε που το μολύβι «έλιωνε» μέχρι να αγοράσουμε άλλο
Κάποτε που για σβηστήρα πλάθαμε μπαλίτσες την ψίχα του ψωμιού.


Κάποτε…
Κάποτε που τα μικρότερα παιδιά της γειτονιάς φορούσαν τα ρούχα αυτών που είχαν μεγαλώσει.
Κάποτε που κάθε απόγευμα τα πεζοδρόμια έξω από τα σπίτια, γέμιζαν με σκαμνάκια.
Κάποτε που όλη η γειτονιά ήταν μια «μεγάλη οικογένεια».

Κάποτε…
Κάποτε που οι λαμαρίνες τα Χριστούγεννα και το Πάσχα πηγαινοέρχονταν από τις νοικοκυρές στο φούρνο, γεμάτες κουραμπιέδες και μελομακάρονα.
Κάποτε που από βραδύς την παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς ο πατέρας έκανε ψιλά για τα παιδιά που θα έρχονταν για τα Κάλαντα.
Κάποτε που τις Απόκριες ντυνόμασταν «μπούλες», με ότι είχε το μπαούλο.

Κάποτε…
Κάποτε που κάθε Κυριακή ήταν γιορτή, με όλη την οικογένεια μαζεμένη γύρω από το Κυριακάτικο τραπέζι.
Κάποτε που κάθε Κυριακή απόγευμα φοράγαμε τα καλά μας, ανεβοκατεβαίναμε την Παπαστράτου και μετά καταλήγαμε στο Πάρκο.
Κάποτε που τα καλοκαιρινά σινεμαδάκια γέμιζαν.
Κάποτε που περνούσαμε «αξέχαστες στιγμές» στο ταπεινό ταβερνάκι με το τζουκ-μποξ.
Κάποτε που τα πάρτυ στα σπίτια ήταν η καλύτερη διασκέδαση.

Κάποτε…
Κάποτε που κάθε σπιτικό είχε τον κήπο του, τα κηπευτικά του, τα ζωντανά του.
Κάποτε που οι πόρτες μας ήταν μόνιμα ξεκλείδωτες και τα κλειδιά τους κάτω από το χαλάκι.
Κάποτε που ο καθένας έδινε στον φτωχό ένα πιάτο φαΐ, ένα δέμα με ρούχα, ένα μπουκάλι λάδι, λίγα αυγά.
Κάποτε που μας ένοιαζε για τον διπλανό μας. 

Κάποτε…
Κάποτε που το μαγκάλι ζέσταινε όλο το σπίτι.
Κάποτε που μας έλεγαν παραμύθια σε συνέχειες, με κάποιους «Άθλιους», κάποιου Ουγκώ, με κάποιον «Καπετάν-Μιχάλη», κάποιου «Καζαντζάκη».
Κάποτε που διαβάζαμε για να μας πάρει ο ύπνος.

Κάποτε…
Κάποτε που στα σπίτια ζούσαν και οι γιαγιάδες και οι παππούδες.
Κάποτε που παίζαμε στις αλάνες.
Κάποτε που κάναμε φίλους καρδιακούς.
Κάποτε που ζητούσαμε και μια «συγνώμη».
Κάποτε…
Κάποτε…
Κάποτε που είμαστε ΑΝΘΡΩΠΟΙ!!!


ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ



Divider Graphics
~Αγρίνιο...Γλυκές Μνήμες~

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Γωνιές της πόλης μας.

 

Δρόμοι που τους έχουμε χιλιοπερπατήσει. Παλιότερα χωμάτινοι και στενοί με μικρά ή καθόλου πεζοδρόμια, αργότερα ασφάλτινοι και φαρδύτεροι…


Σπίτια που έχουν αναστήσει γενιές, όνειρα…
Σπίτια που μέσα σ’ αυτά έχει γραφτεί η ιστορία κάθε φαμίλιας.

Πολλά από αυτά έχουν κατεδαφιστεί και στην θέση τους υψώθηκαν πολυώροφες οικοδομές.  

Μερικά από αυτά επιμένουν να υπάρχουν και προσπαθούν μόνα τους να επιβιώσουν μέσα στο χρόνο. Άλλα με μανταλωμένες πόρτες, άλλα με μισογκρεμισμένες στέγες, πόρτες και παράθυρα που χάσκουν ανοιχτά, έρμαια στην κάψα του καλοκαιριού και στους αέρηδες και βροχές του χειμώνα.

Άλλα έχουν αναπαλαιωθεί, αναδεικνύοντας την ομορφιά τους και στεγάζουν πια νέες οικογένειες, νέα όνειρα.

Μαγαζιά που οι πραμάτειες τους στα ράφια ήταν...λίγα απ' όλα...
  

Όσοι από εσάς ξέρετε λεπτομέρειες για κάποια από αυτά, γράψτε στα σχόλια και θα συμπληρωθούν στην κάθε φωτογραφία.

Οδός Τσικνιά




Η παλιά ταβέρνα του Μπαϊρακτάρη. Οδός Σωκράτους




Οδός Σαλάκου




Σούλου και Αναργύρων, κοντά στην παλιά Αστυνομία


"Περίπτερον Άννα Παπαδοπούλου"


Οδός Μελεάγρου


Ηρ. Πολυτεχνείου:"Προϊόντα Γάλακτος Αφοί Αθ. Σαπλαούρα"


Οδός Μακρή και Δεληγιώργη, "Ζωναράς"




Οδός Μακρή






Οδός 39ου Συντάγματος


Οδός Ζωοδ. Πηγής, "Αρτοποιΐα-Κουλουροποιΐα Γ. Γαλιά"


Και μετά...
Το τέλος που το ζήσαμε


....Και περνούσε ο καιρός. Ο κόσμος γύρω άλλαζε. 
Τα παλιά σπίτια τα γκρέμιζαν ένα-ένα. Τα παλιά σπίτια με τις βαριές σιδερένιες πόρτες, με τις μικρές δροσερές αυλές και τα γέρικα δέντρα, που πάνω τους σκαρφαλώνανε τα παιδιά στα παιχνίδια τους, τα ρίχνανε ένα-ένα. 
Στη θέση τους φύτρωναν ψηλές πολυκατοικίες που κρύβανε το πρωινό χαμόγελο του ήλιου. 
Και πάνε πια τα παλιά μαγαζιά, πού πια μπακάλικο να ψωνίσεις. 
Τώρα στη θέση τους έστεκαν μεγάλα σούπερ μάρκετ που κάναν τη νύχτα μέρα με τα φώτα τους, σιωπηλά και ακίνητα σαν προϊστορικά θηρία, που χωνεύουν την τροφή που μόλις καταβρόχθισαν. 
Στα πεζοδρόμια, εκεί που πριν βάζαν μια καρέκλα τα γερόντια και κάθονταν με τις ώρες μουρμουρίζοντας, δεν μπορούσες πια να σταθείς. 
Γέμιζαν οι δρόμοι αυτοκίνητα που πέρναγαν ουρλιάζοντας με τα κίτρινα μάτια τους να λάμπουν όλο μίσος στο σκοτάδι. 
Η πόλη έμοιαζε στρατόπεδο συγκέντρωσης, κυκλωμένη από τις κεραίες των τηλεοράσεων που σφίγγονταν ολόγυρα στο λαιμό της, στο λαιμό μας....



Divider Graphics
~Αγρίνιο...Γλυκές Μνήμες~

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

"Σα το δρόμο τς Ζάφτσας"


Από το blog του Δημήτρη Δάγλα "PalairosNews"

"Ζάβιτσα" λεγόταν παλιότερα το Αρχοντοχώρι.
Όπως εμείς βέβαια «κουρεύουμε» όλες τις λέξεις, έτσι και η Ζάβιτσα κατέληξε να λέγεται…Ζάφτσα.
Τώρα ίσως κάτι σας λέει η λέξη…
Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε ακούσει και μπορεί να έχουμε χρησιμοποιήσει την έκφραση «σα το δρόμο τς Ζάφτσας», υπονοώντας δρόμο κακοτράχαλο…
Λίγοι όμως ξέρουμε την ιστορική σημασία της φράσης αυτής.

Γυρνάμε πίσω στο 1838.
Ο τότε Δήμος Σολλίου αποτελούνταν από τα χωριά Βάρνακα, Βάτο, Μερδενίκου (Παναγούλα), Ζάβιτσα (Αρχοντοχώρι), Κανδήλα και Μύτικα.
Ο τότε βασιλιάς της Ελλάδας Όθωνας, περιόδευε στην Δυτική Ελλάδα αλλά δεν επισκέφτηκε τον Δήμο Σολλίου.
Στις 30 Οκτωβρίου του 1838, το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Σολλίου, με δήμαρχο τον Γ. Ζαβογιάννη και Πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου τον Δ. Ζέρβα είχε συνεδριάσει με θέμα:


« Λόγος εγένετο περί της μη διαβάσεως εισέτι της Α.Μ του πολυποθήτου ημών Βασιλέως μετά της Σεβαστής ημών Βασιλίσσης δια της Ακαρνανίας , μολονότι και ανυπομόνως περιεμένετο υπό του πιστού Λαού του »

και αποφάσισε παμψηφεί:


  • «Την πλήρη ευχαρίστηση και αφοσίωση στον Βασιλέα.  
  • Να παρακληθεί η Α.Μ ο Βασιλεύς να μην αφήσει παραπονεμένον και τούτον τον Δήμον.  
  • Αντίγραφο της παρούσης πράξεως να προσφερθεί στον Βασιλέα, επιμελεία του Προέδρου , δια της νομίμου οδού και καταχωρηθή εις μίαν των περιοδικών εφημερίδων ... ».

    Τότε λοιπόν ο Βασιλιάς με την βασίλισσα, στις 21 Μαΐου του 1839, αποβιβάστηκαν στον Μύτικα, όπου τους υποδέχθηκαν με τιμές.
    Ο δήμαρχος Γ. Ζαβογιάννης και ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Δ. Ζέρβας, φιλοξένησαν το βασιλικό ζευγάρι, ξεναγώντας τους στα γύρω χωριά με πρώτο το κεφαλοχώρι εκείνης της εποχής τον  Βάρνακα  και μετά , έπρεπε να τον φέρουν  στη γενέτειρά  τους  την Ζάβιτσα (Αρχοντοχώρι ).

      Έτσι ξεκινούν απ΄ τον Βάρνακα  για την Ζάβιτσα,  μέσω Μερδενίκου (Παναγούλας), συνοδεύοντας  παράλληλα το βασιλικό ζεύγος,  εφέτες, στρατιωτικοί, δημοσιογράφοι, στρατιώτες κλπ, στο δε χωριό του Δημάρχου (στην  Ζάβιτσα) περίμεναν να υποδεχθούν με  μεγάλη λαμπρότητα τον Βασιλιά. Θα καιγόταν, κατά το λαϊκότερο, το πελεκούδι…
    Τα μεταφορικά μέσα εκείνης της εποχής ήταν ωραίες φοράδες και  άλογα, που μετέφεραν από χωριό  σε  χωριό  τους επισήμους κι όχι μόνο. 
    Και  ενώ η βασιλική κουστωδία ανηφόριζε για τη Ζάβιτσα, στη θέση Πύργος (εκεί που είναι το σημερινό Καστέλι)  η φοράδα  που ήταν καβάλα η βασίλισσα Αμαλία, λάκτισε (κοινώς κλώτσησε) και η βασίλισσα…βρέθηκε ανάσκελα  πάνω σε μια πουρνάρα… 
    Όλοι τους (βασιλείς και συν κουστωδία) ανασκουμπώθηκαν και βρέθηκαν  σε σύγχυση  και αμηχανία για το πάθημα της βασίλισσας και προβληματίζονταν  για την πορεία ή μη,  του πολυπόθητου ταξιδιού στην αρχοντική  και εύανδρο Ζάβιτσα. 
    Επικράτησε τελικά η άποψη να επιστρέψουν στον Μύτικα και από εκεί  το βασιλικό ζεύγος αναχώρησε  για  το Μεσολόγγι με το βαπόρι.

    Το γεγονός αυτό, όλοι οι δημοσιογράφοι  των εφημερίδων  που κυκλοφορούσαν  τότε,  το «έπλεξαν» και το διάνθησαν με χίλιες δυό δημοσιογραφικές πιπεράτες  πινελιές  για το ατύχημα της βασίλισσας, αλλά και για την κακοτοπιά και το δύσβατο του  δρόμου  προς την Ζάβιτσα και την γενικότερη κατάσταση στους δρόμους της επαρχίας του νεοσύστατου τότε Ελληνικού κράτους.
    Το ατύχημα  λοιπόν  της βασίλισσας  Αμαλίας, ήταν και η αιτία τελικά, να μην επισκεφτεί το χωριό του Δημάρχου (την Ζάβιτσα) ο Βασιλιάς Όθων και οι επίσημοι που τον ακολουθούσαν.
    Έτσι  έμεινε ανά το Πανελλήνιο και εξακολουθεί  να λέγεται έντονα  και σήμερα στο Ξηρόμερο  η φράση:
    - Πως πάς ;   
    -Τι να  πάω… σαν  τη  στράτα  τς  Ζάφτσας (σαν το δρόμο της  Ζάβιτσας), 
    ερμηνεύοντας  κάθε  είδους  κακοτοπιά  και  κακοτυχία  που  αντιμετωπίζει.


    Divider Graphics

     
     
    ΠΗΓΕΣ:
             PalairosNews
    Νίκος Θεοδ. Μήτσης
    Εφημερίδα «ΑΙΩΝ»

    Αναδημοσιεύτηκε και στο AgrinioRRESS